Η μάγισσα

Μια μάγισσα με κέρναγε καφέ
στην πόλη των βροχών.
Είχε μάτια μελιά
και ήξερε τα πάντα.
Εγώ της έγραφα σιντί
κι εκείνη ετοίμαζε σερμπέτια.
Έλιωνε κουβερτούρα, μετάγγιζε λικέρ
και μου 'λεγε ιστορίες.

Ένα βράδυ μ' άφησε
να την κοιτάω να κλαίει.
Με κέρασε λίγο κονιάκ
κι έπιασε μετά να σφουγγαρίζει.
Μου είπε για το Τώρα
και μερικές άλλες σοφίες γι' αργότερα.

Την τελευταία μου μερα εκεί
- πάνε πια χρόνια -
κι αφού είχαμε πει αντίο,
με σταμάτησε στη στριφογυριστή σκάλα
και μου 'πε πως θα τα καταφέρω.