You are killing orangutans!

“You are killing orangutans if you buy these products!”
said the title of the video and
I found it really cruel that
it had to make me laugh while watching dying monkeys.

The absurdity
of the internet
the whole world’s
slow burn of shit knocks
on my door every day
                                 all day
through videos and speech, through ads
                                                     and media role-play.

I was walking home,
November sleet.
Something caught my eye in the
Greek-Italian restaurant
(olive oil, statues and all).
The world got me again,
                                I thought,
with this Christmas poster.
It must have been St Nicholas.
Well,
for all I knew
               it could be the Pope dressed up as Santa
or the other way around.

It was either laugh and look like a loony
or cry and take this shit home with me.
I should either
turn around and go home
I thought
or get in, order
traditional greek salad plus spaghetti carbonara
then furiously
smash the whole damn place into pieces
before dessert.

I chuckled
in my raincoat and walked on.
I didn’t dare flip a coin.

Ξυπνάω Σάββατο μεσημέρι

Δεν πλένω δόντια. Μένω με τις τσίμπλες
και με το βρακί ενώ έχει κρύο.
Βάζω να κατεβαίνει το ρέκβιεμ του Μπραμς,
κατουράω κι ανοίγω το ραδιόφωνο.
Ψέματα λέω, ποτέ δεν ακούω ραδιόφωνο.
Έχει βρέξει. Δεν ξέρω αν βρέχει ακόμα,
βουίζει το καζανάκι και το ψυγείο
και δεν ακούω τη βροχή.

Ξύπνησα με την αίσθηση πως πρέπει να βιαστώ
αλλά δε θυμάμαι γιατί και κάθομαι
σηκώνομαι κάθομαι
σηκώνομαι και ντύνομαι
και πάω στο καφέ από κάτω.
Με σερβίρουν και μου δίνουν και δώρο διαφημιστικό αναψυκτικό.
Ένας γέρος πίνει κρασί. Ίσως
το τρίτο ή το τέταρτο και
γελάει. Δε γελάει με το αστείο του σερβιτόρου.
Απ' τα ηχεία ακούγεται σιγανά μια μουσική
που δεν έχω ξανακούσει κι ούτε θα ξανακούσω. 
Το μπουκάλι χωμένο μαλακά στην άμμο και
αργά αργά βυθιζόμασταν σ' αυτήν κι εμείς.
Μιλούσαμε δυνατά.
Όλο βρίσκαμε κάτι για να μαλώσουμε.
Γελούσαμε.
Επέμενε να ψιθυρίζει.
Ένα με τη νύχτα, δεν καταλάβαινα το ύφος της.
Ψιθύριζε δίπλα μας κι εμείς συνεχίζαμε.
Και τότε, όπως συμβαίνει καμιά φορά τυχαία,
σωπάσαμε και οι τρεις ταυτόχρονα και
για πρώτη φορά ακούστηκε ο ψίθυρός της.
Κάτι μας έλεγε ξανά και ξανά
και είμαι σίγουρος πως είχε να κάνει μ' αυτά που συζητούσαμε.
Έπρεπε να ησυχάσουμε εντελώς για να την ακούσουμε,
δε θα άλλαζε τον τόνο της για χάρη μας.
Μετά ο ένας είπε κάτι.
Κάτι μικρό ίσως. Να δώσει το ρυθμό, να αρχίσει πάλι συζήτηση.
Ο άλλος σήκωσε το μπουκάλι.
Δεν ξέρω τι σκέφτονταν ακριβώς.
Κι εκείνη με τα κύματά της κάτι προσπαθούσε να μας πει
αλλά δεν ξέρω τι.

Ποντίκια

Έκοψε το χέρι του άσχημα μ' ένα χοντρό γυαλί
από ποτήρι. Έγινε η σαπουνάδα κόκκινη.
Το μπαντάρισε όπως να 'ναι και πήγε στο νοσοκομείο.
Το κόψιμο ήταν τόσο βαθύ που 'χε φανεί ο τένοντας και
φοβηθήκανε μη θέλει χειρουργείο.
Τον στείλανε τελικά αλλού. Τρεις ώρες περίμενε.

Οι ποντικοπαγίδες δούλεψαν. Έπιασε φοβερή μπόχα
μέσα στο σπίτι.
Τα βρήκε έτσι πεθαμένα και δεν άντεξε άλλο,
έπιασε κι έκανε μανιακή φασίνα κι εκεί πάνω
έκοψε και το δάχτυλό του.
Το κακό με τις ποντικοπαγίδες είναι πως τώρα
μαζεύονται και σκουλίκια.

Το φλερτ

Εγώ όλο το σκηνικό το πήρα χαμπάρι ως εξής. Σε ανύποπτο χρόνο εκσφενδονίστηκε προς το μέρος μου ένα αντικείμενο, που τελικά με βρήκε με δύναμη στο στήθος. Με την περιφερειακή μου όραση πρόλαβα να δω πως είχε έρθει από την άλλη άκρη του μπαρ. Ήταν πολύ πιθανό ο βλάκας ο Κυριάκος να ‘χε σουρώσει και να ‘κανε πλάκες με τις σερβιτόρες. Έψαξα με το βλέμμα μου στο πάτωμα να δω τι ήταν αυτό που μ’ είχε χτυπήσει. Ήταν ένας φελός.
Ο Κυριάκος πίσω από το μπαρ είχε ξεσαλώσει. Κουνούσε ένα αφρίζον μπουκάλι σαμπάνιας προς όλες τις κατευθύνσεις. Κατέβρεχε με Ντομ Περινιόν πελάτες, σερβιτόρες, τοίχους, τραπέζια, μπαρ... μετά από λίγο όλα κολλούσαν. Σε συνδυασμό μ’ αυτή την εικόνα, μου πήρε λίγη μόνο ώρα να καταλάβω πού κολλούσε αυτή η γλυκανάλατη μπαλάντα που ‘χε χώσει ανάμεσα στα συνηθισμένα του ροκάκια ο ντι-τζέυ.
Ο τύπος έστεκε γονατισμένος μπροστά στην αγαπημένη του. Είχε βάλει τα καλά του. Αυτή είχε βάλει τα κλάματα. Οι φίλοι τους απο δίπλα χειροκροτούσαν και τους βγάζανε βίντεο.
Όση Ντομ Περινιόν δεν είχε απλωθεί στις γύρω επιφάνειες, μοιραζόταν τώρα σε κομψά ποτήρια της γουλιάς. Το ευτυχές ζεύγος κερνούσε όλο το μαγαζί.
Παραμέρισα το ποτηράκι με το κέρασμα και σηκώθηκα από τη θέση μου να πάω στην τουαλέτα.
Κρίμα, κι ήμουν σίγουρος πως είχαν παιχτεί μερικά βλέμματα πριν έρθει ο γαμπρός.

Το ρομπότ

 Ο Μαξ μάντευε πως το αφεντικό του θεωρούσε χαζούς αυτούς τους συναισθηματισμούς, οπότε δεν άφηνε τη συγκίνησή του να φανεί.
 Ήταν έτοιμο.
 Κράτησε την ανάσα του καθώς συνέδεε την τεράστια πρίζα. Ρεύμα κύλησε μέσα στο Κ2-69 και τα πράσινα λεντ μάτια του άστραψαν.
 Ο Μαξ ανατρίχιασε.
 Είχε κατασκευάσει το στόμα σαν μια καταπακτή, που μπορούσε να ανοιγοκλείνει όταν το ρομπότ μιλούσε. Το στόμα ήταν σχηματισμένο σ' έναν μορφασμό μεταξύ χαμόγελου και πόνου.
 Προϊστάμενος και υπαλληλάκος έμεναν σιωπηλοί καθώς περίμεναν να ακούσουν τις πρώτες κουβέντες του ρομπότ.
 Το Κ2-69 άνοιξε το στόμα του κι έπειτα από δυο δευτερόλεπτα βρυχήθηκε: "Είναι δικαίωμά σου να έχεις τη δική σου άποψη κι εγώ το σέβομαι". Οι δυο παρατηρητές τινάχτηκαν από την εκκωφαντική ένταση κι ο Μαξ έσπευσε να χαμηλώσει το ποτενσιόμετρο του ήχου. Το ρομπότ τώρα ανοιγόκλεινε το στόμα του αργά. Κροτάλιζε τα δόντια του ετοιμάζοντας την επόμενή του φράση. Ο Μαξ και το αφεντικό του δεν ήξεραν τι να περιμένουν.
 "Καταδικάζω τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται", είπε κάπως χαμηλότερα ο σιδερένιος χρονοταξιδιώτης. Οι δύο επιτηρητές στέκονταν κάπως αμήχανα προσπαθώντας να διαβάσουν πιθανά νοήματα πίσω από τις λέξεις του ρομπότ.
 "Μόνο τέτοια λέει;", ρώτησε προβληματισμένος ο προϊστάμενος.
 "Όχι, όχι! Έχει κι άλλο! Είναι προγραμματισμένο να απαντάει σε ερωτήσεις. Να, δείτε. Κ2-69, πώς είσαι σήμερα;"
 "Καλά και σε ευχαριστώ που ρωτάς", απάντησε το ρομπότ. "Αυτή η ζέστη μας έχει ταράξει. Πού να μπει κι ο Αύγουστος."
 Ο Μαξ δεν πίστευε στ' αυτιά του. Ευτυχώς γι' αυτόν, το αφεντικό του δεν άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
 "Άκου Μαξ", του είπε. "Ξέρω πως έχεις βάλει την ψυχή σου σ' αυτό το πρότζεκτ, αλλά δε γίνεται άλλο. Έχουμε ήδη υπερβεί τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό κι ακόμα δεν έχεις καταφέρει να ψαρέψεις τίποτα καλό απ' αυτά τα κωλορομπότ".
 "Μα κύριε, με όλο το θάρρος, πιστεύω πως αν, μου φαίνεται δηλαδή πώς έχουμε φτάσει κοντά στο να ανακαλύψουμε πολλά. Αν μου δώσετε λίγο χρόνο, θα μπορέσω να-"
 "Τι θα μπορέσεις; Δεν ακούς τι βλακείες λέει το ρομπότ σου; Στόχος αυτού του πρότζεκτ είναι η ανάκτηση χαμένων πληροφοριών. Το θέμα είναι να μάθουμε πώς ήταν και πώς συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι τότε. Πώς θα γίνει αυτό αν αυτό το πράγμα μιλάει για τον καιρό;"
 "Μα αν οι άνθρωποι τότε λέγανε μόνο-"
 "Ούτε να το σκέφτεσαι Μαξ. Σε μια βδομάδα είναι το συνέδριο. Κανείς δεν πρόκειται να ενθουσιαστεί αν παρουσιάσουμε τον Παλιό Σύγχρονο άνθρωπο τόσο βαρετό και νερόβραστο". Έδειξε με το χέρι του το Κ2-69, που έμενε αμέτοχο στη συζήτηση. Ίσως δεν ήθελε να θίξει κανέναν.
 Ο Μαξ χαμήλωσε το βλέμμα του. Είχε αρχίσει να τον κυριεύει απόγνωση.
 "Κοίτα", του είπε ο προϊστάμενος, πιο ήρεμος τώρα. "Θα σου δώσω άλλες δύο μέρες. Ο Οργανισμός δεν πρόκειται να δώσει άλλα λεφτά, είσαι μόνος σου. Αν δεν κάνεις αυτό το σιδερένιο κουτί να πει καμιά κουβέντα της προκοπής, το πρότζεκτ θα ματαιωθεί".
 "Ίσως αν το ρυθμίσω για εκατό χρόνια νωρίτερα, γύρω στο 1920 ή στο '30, που οι άνθρωποι-"
 "Γνωρίζεις πολύ καλά πως η χρηματοδότηση αφορά την απεικόνιση του Παλιού Σύγχρονου ανθρώπου. Καλή τύχη".
 Αυτά είπε ο προϊστάμενος κι έφυγε δείχνοντας κάπως αναστατωμένος. Η πόρτα έκλεισε πίσω του κι ο Μαξ ξεφύσηξε. Ένιωθε φοβερά κουρασμένος. Έσκυψε με δυσκολία και τράβηξε την πρίζα. Κοίταξε τα μικρά πράσινα λεντ να σβήνουν, καθώς το Κ2-69 έπεφτε για άλλη μια φορά σε αχρησία.
 Έσπρωξε τα χοντρά του γυαλιά ψηλότερα στη μύτη και ξεβίδωσε μια απ' τις εξήντα δύο ειδικές πλακέτες που 'χε τοποθετήσει στην κοιλιά του ρομπότ.
 Κοιτάχτηκαν για λίγο με αμηχανία. Ο Μαξ ξανακατέβασε το βλέμμα του στην πλακέτα. "Θα μπορούσες να τα 'χεις πάει καλύτερα" σιγομουρμούρησε.

Ο θείος

Η μάνα μπήκε στο σπίτι κι ακούμπησε στο τραπέζι την τσάντα της και μια σακούλα. Φαινόταν κουρασμένη και είχε ιδρώσει. Σκούπισε το μέτωπό της και ψαχούλεψε να βρει το πακέτο με τα τσιγάρα. Κάτι είχε ψωνίσει από το ζαχαροπλαστείο πριν ανέβει σπίτι.
- Τι πήρες, τη ρωτάω, γλυκά;
- Και γλυκά και αλμυρά. Έτσι, για τον θείο.
- Γιατί, τι έκανε;
- Ο θείος πέθανε χθες.
Μου το 'πε αυτό καθώς βολευόταν στη σκευρωμένη πολυθρόνα της. Εγώ χαμήλωσα την ένταση της τηλεόρασης και γύρισα προς το μέρος της.
- Πώς νιώθεις;
- Ε στεναχωρήθηκα, αλλά 'ντάξει μωρέ, τώρα στα τελευταία του ήταν χάλια ο καημένος.
- Καλά, εξήντα χρονών δεν είναι ο θείος;
- Σχεδόν εβδομήντα.
- Και τι θα γίνει τώρα;
- Δεν ξέρω, θα δούμε.
Το βράδυ μας έπιασε με τον πατέρα μια λιγούρα και τα τσακίσαμε όλα, και τα γλυκά και τ' αλμυρά.