Το ρομπότ

 Ο Μαξ μάντευε πως το αφεντικό του θεωρούσε χαζούς αυτούς τους συναισθηματισμούς, οπότε δεν άφηνε τη συγκίνησή του να φανεί.
 Ήταν έτοιμο.
 Κράτησε την ανάσα του καθώς συνέδεε την τεράστια πρίζα. Ρεύμα κύλησε μέσα στο Κ2-69 και τα πράσινα λεντ μάτια του άστραψαν.
 Ο Μαξ ανατρίχιασε.
 Είχε κατασκευάσει το στόμα σαν μια καταπακτή, που μπορούσε να ανοιγοκλείνει όταν το ρομπότ μιλούσε. Το στόμα ήταν σχηματισμένο σ' έναν μορφασμό μεταξύ χαμόγελου και πόνου.
 Προϊστάμενος και υπαλληλάκος έμεναν σιωπηλοί καθώς περίμεναν να ακούσουν τις πρώτες κουβέντες του ρομπότ.
 Το Κ2-69 άνοιξε το στόμα του κι έπειτα από δυο δευτερόλεπτα βρυχήθηκε: "Είναι δικαίωμά σου να έχεις τη δική σου άποψη κι εγώ το σέβομαι". Οι δυο παρατηρητές τινάχτηκαν από την εκκωφαντική ένταση κι ο Μαξ έσπευσε να χαμηλώσει το ποτενσιόμετρο του ήχου. Το ρομπότ τώρα ανοιγόκλεινε το στόμα του αργά. Κροτάλιζε τα δόντια του ετοιμάζοντας την επόμενή του φράση. Ο Μαξ και το αφεντικό του δεν ήξεραν τι να περιμένουν.
 "Καταδικάζω τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται", είπε κάπως χαμηλότερα ο σιδερένιος χρονοταξιδιώτης. Οι δύο επιτηρητές στέκονταν κάπως αμήχανα προσπαθώντας να διαβάσουν πιθανά νοήματα πίσω από τις λέξεις του ρομπότ.
 "Μόνο τέτοια λέει;", ρώτησε προβληματισμένος ο προϊστάμενος.
 "Όχι, όχι! Έχει κι άλλο! Είναι προγραμματισμένο να απαντάει σε ερωτήσεις. Να, δείτε. Κ2-69, πώς είσαι σήμερα;"
 "Καλά και σε ευχαριστώ που ρωτάς", απάντησε το ρομπότ. "Αυτή η ζέστη μας έχει ταράξει. Πού να μπει κι ο Αύγουστος."
 Ο Μαξ δεν πίστευε στ' αυτιά του. Ευτυχώς γι' αυτόν, το αφεντικό του δεν άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
 "Άκου Μαξ", του είπε. "Ξέρω πως έχεις βάλει την ψυχή σου σ' αυτό το πρότζεκτ, αλλά δε γίνεται άλλο. Έχουμε ήδη υπερβεί τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό κι ακόμα δεν έχεις καταφέρει να ψαρέψεις τίποτα καλό απ' αυτά τα κωλορομπότ".
 "Μα κύριε, με όλο το θάρρος, πιστεύω πως αν, μου φαίνεται δηλαδή πώς έχουμε φτάσει κοντά στο να ανακαλύψουμε πολλά. Αν μου δώσετε λίγο χρόνο, θα μπορέσω να-"
 "Τι θα μπορέσεις; Δεν ακούς τι βλακείες λέει το ρομπότ σου; Στόχος αυτού του πρότζεκτ είναι η ανάκτηση χαμένων πληροφοριών. Το θέμα είναι να μάθουμε πώς ήταν και πώς συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι τότε. Πώς θα γίνει αυτό αν αυτό το πράγμα μιλάει για τον καιρό;"
 "Μα αν οι άνθρωποι τότε λέγανε μόνο-"
 "Ούτε να το σκέφτεσαι Μαξ. Σε μια βδομάδα είναι το συνέδριο. Κανείς δεν πρόκειται να ενθουσιαστεί αν παρουσιάσουμε τον Παλιό Σύγχρονο άνθρωπο τόσο βαρετό και νερόβραστο". Έδειξε με το χέρι του το Κ2-69, που έμενε αμέτοχο στη συζήτηση. Ίσως δεν ήθελε να θίξει κανέναν.
 Ο Μαξ χαμήλωσε το βλέμμα του. Είχε αρχίσει να τον κυριεύει απόγνωση.
 "Κοίτα", του είπε ο προϊστάμενος, πιο ήρεμος τώρα. "Θα σου δώσω άλλες δύο μέρες. Ο Οργανισμός δεν πρόκειται να δώσει άλλα λεφτά, είσαι μόνος σου. Αν δεν κάνεις αυτό το σιδερένιο κουτί να πει καμιά κουβέντα της προκοπής, το πρότζεκτ θα ματαιωθεί".
 "Ίσως αν το ρυθμίσω για εκατό χρόνια νωρίτερα, γύρω στο 1920 ή στο '30, που οι άνθρωποι-"
 "Γνωρίζεις πολύ καλά πως η χρηματοδότηση αφορά την απεικόνιση του Παλιού Σύγχρονου ανθρώπου. Καλή τύχη".
 Αυτά είπε ο προϊστάμενος κι έφυγε δείχνοντας κάπως αναστατωμένος. Η πόρτα έκλεισε πίσω του κι ο Μαξ ξεφύσηξε. Ένιωθε φοβερά κουρασμένος. Έσκυψε με δυσκολία και τράβηξε την πρίζα. Κοίταξε τα μικρά πράσινα λεντ να σβήνουν, καθώς το Κ2-69 έπεφτε για άλλη μια φορά σε αχρησία.
 Έσπρωξε τα χοντρά του γυαλιά ψηλότερα στη μύτη και ξεβίδωσε μια απ' τις εξήντα δύο ειδικές πλακέτες που 'χε τοποθετήσει στην κοιλιά του ρομπότ.
 Κοιτάχτηκαν για λίγο με αμηχανία. Ο Μαξ ξανακατέβασε το βλέμμα του στην πλακέτα. "Θα μπορούσες να τα 'χεις πάει καλύτερα" σιγομουρμούρησε.

Ο θείος

Η μάνα μπήκε στο σπίτι κι ακούμπησε στο τραπέζι την τσάντα της και μια σακούλα. Φαινόταν κουρασμένη και είχε ιδρώσει. Σκούπισε το μέτωπό της και ψαχούλεψε να βρει το πακέτο με τα τσιγάρα. Κάτι είχε ψωνίσει από το ζαχαροπλαστείο πριν ανέβει σπίτι.
- Τι πήρες, τη ρωτάω, γλυκά;
- Και γλυκά και αλμυρά. Έτσι, για τον θείο.
- Γιατί, τι έκανε;
- Ο θείος πέθανε χθες.
Μου το 'πε αυτό καθώς βολευόταν στη σκευρωμένη πολυθρόνα της. Εγώ χαμήλωσα την ένταση της τηλεόρασης και γύρισα προς το μέρος της.
- Πώς νιώθεις;
- Ε στεναχωρήθηκα, αλλά 'ντάξει μωρέ, τώρα στα τελευταία του ήταν χάλια ο καημένος.
- Καλά, εξήντα χρονών δεν είναι ο θείος;
- Σχεδόν εβδομήντα.
- Και τι θα γίνει τώρα;
- Δεν ξέρω, θα δούμε.
Το βράδυ μας έπιασε με τον πατέρα μια λιγούρα και τα τσακίσαμε όλα, και τα γλυκά και τ' αλμυρά.