Ξυπνάω Σάββατο μεσημέρι

Δεν πλένω δόντια. Μένω με τις τσίμπλες
και με το βρακί ενώ έχει κρύο.
Βάζω να κατεβαίνει το ρέκβιεμ του Μπραμς,
κατουράω κι ανοίγω το ραδιόφωνο.
Ψέματα λέω, ποτέ δεν ακούω ραδιόφωνο.
Έχει βρέξει. Δεν ξέρω αν βρέχει ακόμα,
βουίζει το καζανάκι και το ψυγείο
και δεν ακούω τη βροχή.

Ξύπνησα με την αίσθηση πως πρέπει να βιαστώ
αλλά δε θυμάμαι γιατί και κάθομαι
σηκώνομαι κάθομαι
σηκώνομαι και ντύνομαι
και πάω στο καφέ από κάτω.
Με σερβίρουν και μου δίνουν και δώρο διαφημιστικό αναψυκτικό.
Ένας γέρος πίνει κρασί. Ίσως
το τρίτο ή το τέταρτο και
γελάει. Δε γελάει με το αστείο του σερβιτόρου.
Απ' τα ηχεία ακούγεται σιγανά μια μουσική
που δεν έχω ξανακούσει κι ούτε θα ξανακούσω. 
Το μπουκάλι χωμένο μαλακά στην άμμο και
αργά αργά βυθιζόμασταν σ' αυτήν κι εμείς.
Μιλούσαμε δυνατά.
Όλο βρίσκαμε κάτι για να μαλώσουμε.
Γελούσαμε.
Επέμενε να ψιθυρίζει.
Ένα με τη νύχτα, δεν καταλάβαινα το ύφος της.
Ψιθύριζε δίπλα μας κι εμείς συνεχίζαμε.
Και τότε, όπως συμβαίνει καμιά φορά τυχαία,
σωπάσαμε και οι τρεις ταυτόχρονα και
για πρώτη φορά ακούστηκε ο ψίθυρός της.
Κάτι μας έλεγε ξανά και ξανά
και είμαι σίγουρος πως είχε να κάνει μ' αυτά που συζητούσαμε.
Έπρεπε να ησυχάσουμε εντελώς για να την ακούσουμε,
δε θα άλλαζε τον τόνο της για χάρη μας.
Μετά ο ένας είπε κάτι.
Κάτι μικρό ίσως. Να δώσει το ρυθμό, να αρχίσει πάλι συζήτηση.
Ο άλλος σήκωσε το μπουκάλι.
Δεν ξέρω τι σκέφτονταν ακριβώς.
Κι εκείνη με τα κύματά της κάτι προσπαθούσε να μας πει
αλλά δεν ξέρω τι.

Ποντίκια

Έκοψε το χέρι του άσχημα μ' ένα χοντρό γυαλί
από ποτήρι. Έγινε η σαπουνάδα κόκκινη.
Το μπαντάρισε όπως να 'ναι και πήγε στο νοσοκομείο.
Το κόψιμο ήταν τόσο βαθύ που 'χε φανεί ο τένοντας και
φοβηθήκανε μη θέλει χειρουργείο.
Τον στείλανε τελικά αλλού. Τρεις ώρες περίμενε.

Οι ποντικοπαγίδες δούλεψαν. Έπιασε φοβερή μπόχα
μέσα στο σπίτι.
Τα βρήκε έτσι πεθαμένα και δεν άντεξε άλλο,
έπιασε κι έκανε μανιακή φασίνα κι εκεί πάνω
έκοψε και το δάχτυλό του.
Το κακό με τις ποντικοπαγίδες είναι πως τώρα
μαζεύονται και σκουλίκια.