Beautiful slobs

That night I can really tell
we had a moment.
One of these when time stops
and everyone’s in tune
with the frequency the night dictates.
Two of us arguing about
constellations by the open window
the other two counting cars
going by, making up stories
about the guy reading a book
in his room opposite our own.
And there was Leonard Cohen playing
mumbling lyrics we knew
but didn’t understand yet savoured.
Savoured the breeze topless
summerly careless
ice cubes melting
smokes burning
one yawning
one sneezing
one scrolling
one rolling,
in and out of a mood
no one talked about,
a mood not to be jinxed.
In our underwear,
cross-legged, mind-tangled,
restless but slow.
And I remember wondering
If we’re to make it to that other moment,
the sole modern times phenomenon
that makes me “aw”,
city lights giving in to morning’s arrival
in a sudden change of light and colour,
as if the world’s a canvas
and the painter changed his mind.
The sole beauty of urban life,
not to be jinxed.

Νιντλ ντροπ στο μυαλό του ονειροπόλου

Μια μέρα
θα μπούμε σ’ ένα μπαρ
στο Σικάγο
και θα φοράμε μακριά ζεστά
παλτά, δεν ξέρω γιατί και
θα κάτσουμε στο μπαρ και
θα παραγγείλουμε στον μπάρμαν
μπέρμπον στρέιτ, νο τσέισερ
και σακουλάκι πίνατς
και δε θα ενδιαφερόμαστε
για το αν θα εμφανιστεί
η Τζέσικα Ράμπιτ.

κάτι θα ‘χει αλλάξει
τη μέρα αυτή και θα
με θες όπως τον πρώτο
καιρό, που ήταν και χριστούγεννα
και θα κάνουμε σεξ όρθιοι
γυμνοί με κάλτσες και θα
έχεις ρολόι,, δεν ξέρω γιατί
και θα ξαπλώνουμε μπρούμυτα
και θα το κοιτάξω και
δε θα πρέπει να φύγω να
προλάβω κάτι, θα μείνω και
μπρούμυτα θα περνάμε ωραία

Ένα πρωί δε θα ‘χω
τίποτα να κάνω. Θα ταξινομήσω
τους δίσκους μου αλφαβητικά
και μετά ανά είδος και
θα το γυρίσω σε μπύρα νωρίς
και αργά το μεσημέρι θα μου
χτυπήσεις την πόρτα και θα
απορείς, γιατί εγώ δεν έχω δίσκους
ή πικάπ, θα πιούμε μια μπύρα
ακούγοντας κάτι απλό και θα ‘χει
φως και το παράθυρο θα ‘ναι
ανοιχτό ενώ είναι χειμώνας κι έχει κρύο

Σ’ ένα αντίσκοινο στη Χαλκιδική
αφού θα ‘χουμε γεμίσει πλαστικά
μπουκάλια με άμμο, δεν ξέρω γιατί,
θα ακούμε πάλι Μάρβιν Γκέι από
ένα ηχειάκι που θα ‘χουμε δέσει
να κρέμεται μεσ’ τη σκηνή και
θα σκέφτομαι έναν παλιό συμμαθητή
και θα σκέφτεσαι κάποια
κι ενώ είναι μεσημέρι και
θα μπορούσαμε να ‘μαστε στη
θάλασσα, ξαπλώνουμε μέσα
στο αντίσκοινο-θερμοκήπιο

Θα κλωτσήσω τον καριόλη
δυνατά στο καλάμι κι ενώ
είναι πιο δυνατός, εγώ τον
νικάω γιατί μ’ έχει πιάσει
μανία που σε πιάνει από
θυμό ή από αγάπη και
οι γύρω θα ‘χουν σαστίσει,
θα είναι με το μέρος μου
και θα φύγω νικητής
ο κακός θα ‘χει μάθει
το μάθημά του και δε
θα τον φοβάμαι.

Καταστρέφω το χάι μου

Καταστρέφω το χάι μου
καταστρέφω το χάι μου
με μιαν υπενθύμιση
ή κάποιαν ανάμνηση
κακώς που θυμάμαι
τη λάθος στιγμή και
μ’ έναν έρωτα πλάι μου
χαλάω το χάι μου

καταστρέφω το χάι μου
καταστρέφω το χάι μου
σε αλκοόλ με τυλίγω
και σαν σε βιβλίο για λίγο
περνάω καλά
χωρίς να μου μοιάζω, μα
γυρίζω σελίδα, χαζεύω το χάλι μου
χαλάω το χάι μου

καταστρέφω το χάι μου
καταστρέφω το χάι μου
μεσ’ τη ροή
καλών ημερών
με πιάνει και σκέφτομαι
τον καιρό που περνάει
και πάει το χάι

καταστρέφω το χάι μου
το χάι μου
το χάι
είναι μια εξάδα αυγά που κρατάω
κι ανεβαίνω τρέχοντας μια σκάλα

Σφυρίξτε μου τραγούδια χαράς

Στο βάθος, δίπλα στην τουαλέτα
είχανε κρύψει έναν κουλοχέρη.
Ήταν Χριστούγεννα ή κάτι τέτοιο
και το μαγαζί γέμιζε και άδειαζε
και ήταν αυτός ο ένας τύπος
ψηλός, αδύνατος, σουρωμένος τύπος
που έπαιζε φρουτάκια όλο το απόγευμα
εμποδίζοντας μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.

Ήταν εκεί όταν έφτασα
στημένος μπροστά στον κουλοχέρη
και πού και πού παράγγελνε κι άλλη μπύρα.
Ποτέ δε νικούσε, αλλά πήγαινε
και χαλούσε χαρτονομίσματα στο μπαρ
κι ενοχλούσε στην πόρτα για την
τουαλέτα και νομίζω πως τον είδα
να φτύνει στη μοκέτα.

Το κορίτσι ένιωσε λύπηση. Για
τον τύπο. Τόση απομόνωση για
ευτελή σκοπό θα πρέπει να σημαίνει
μοναξιά.
Και ποιος σκοπός δηλαδή δεν είναι
ευτελής αναρωτήθηκα και με κοίταξε
μ’ ένα βλέμμα που μου θύμισε
τη ροχάλα στη μοκέτα και συμφώνησα

πως ο τύπος μάλλον δεν ήταν
στα καλά του αλλά κι εμείς τι κάναμε
εκεί; Ήταν Χριστούγεννα
ή κάτι τέτοιο
και το μαγαζί γέμιζε και άδειαζε
σα να αναπνέει κι εγώ
άρχισα να σκέφτομαι έναν ευτελή σκοπό
άρχισα να τον σφυρίζω για να τον θυμηθώ

και μου ‘ρθαν στο μυαλό ξαφνικά
όλοι οι κατά καιρούς σκοποί μου
και ήταν Χριστούγεννα κι εγώ καθόμουν
μακριά απ’ όλους τους σε κάποιο μπαρ
κι έπινα και δεν τους σκεφτόμουν.
Συζητούσα μηχανικά και τυχαία
και νόμιζα ξαφνικά πως μοιάζω με τον
σουρωμένο αλλά έμοιαζα με τον κουλοχέρη.

Το κουκούλι

Κάθε μέρα πηγαίνει στη δουλειά
με τα πόδια. Ποδήλατο δε λέει να
πάρει, δυο χρόνια τώρα. Δεν τον
πειράζει λέει το περπάτημα.

Το εικοσάλεπτο που περπατάει
προσπαθεί να το αξιοποιεί
απαντώντας σε ημέιλ, προσ-
περνώντας παγκάκια, ποδηλάτες

πιτσαρίες και κόφι-του-γκόου,
τυλίγοντας πού και πού
πιο σφιχτά τον εαυτό του μέσα
στη γκρίζα καμπαρντίνα.

Περπατάει και πληκτρολογεί
στέλνει μηνύματα και κανονίζει
ραντεβού, κανονίζει να βγει το βράδυ
προσπερνάει τον επαίτη

και σήμερα, που είναι ωραία μέρα
και τελείωσε νωρίς απ’ τη δουλειά
γυρνάει φουριόζος στο σπιτάκι του
να κλειστεί, να τυλιχτεί.

Και προσπερνάει και πληκτρολογεί
μηνύματα που πρέπει να στείλει
προσπερνάει και αγνοεί μηνύματα
που του ‘ρχονται και δεν τον

νοιάζει που σκουντιέται με
περαστικούς γιατί χαζεύει την οθόνη
τώρα είναι προς το τέλος
ενός τεράστιου μηνύματος

το τσεκάρει και το ξανατσεκάρει
πριν το στείλει, θέλει να ‘ναι τέλειο
αλλά πάνω που πάει να πατήσει
Αποστολή

μπουρδουκλώνεται
            στη γκρίζα καμπαρντίνα
                                   πάνω ακριβώς
                  στο πρώτο σκαλί
της πέτρινης σκάλας
που βγάζει στην πλατεία
                                  και τσακίζεται
                κατρακυλάει
       πέφτει
                    γίνεται η καμπαρτίνα
                                                κουκούλι
                                                                   και
σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο πλακόστρωτο.

Τον κοιτάνε οι γύρω που σηκώνεται
και είναι ήρεμος και σα να μην
κουτρουβάλησε μόλις δέκα σκαλιά
βαδίζει ατάραχος προς το κινητό

ου ‘χει πέσει παραδίπλα.
Και δε θα ‘χει γίνει θέαμα, αλήθεια,
αν εκείνη τη στιγμή, στη μέση της
πλατείας δε φώναζε

«Γαμώ το Χριστό μου,
                       τώρα πρέπει
                          να το γράψω απ’ την αρχή!»

Το δαιμόνιο

Ο Τομ ισχυρίζεται
πως τα δυο καλύτερα πράγματα
στον κόσμο είναι η μουσική
κι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί
«πούσι τζους».
Αναρωτιέμαι ποιο να είναι το
δαιμόνιο του. Τι είναι αυτό
που τον παθιάζει.

Τι τον κάνει να κοκκινίζει,
τι σκέφτεται όταν ξυπνάει,
τι είναι αυτό που άπαξ και
τον πιάσει δεν τον αφήνει
παρά μόνο όταν τον εξαντλήσει εντελώς;
Είναι η μουσική; Είναι ένα
βραδινό τζόιντ ακούγοντας Τσάρλι Πάρκερ;
Είναι μήπως το πούσι τζους;

Πούσι τζους πούσι τζους
το καλύτερο λέει πράγμα
στη ζωή.
Τι είναι όμως αυτό που
τον συγκινεί, που τον αδειάζει,
τον γεμίζει, τον ξυπνάει,
αυτό που κοιμάται με την
ελπίδα πως θα το πιάσει

αύριο, την επόμενη μέρα,
στην επόμενη ευκαιρία.
Ποιο είναι το δαιμόνιο του Τομ;
Τι είναι αυτό που ξυπνάει
μέσα του συχνά πυκνά και
το καταλαβαίνουν όλοι;
Που και να κοιμάται μέσα του
είναι πάντα εκεί;

Οι σούζες με το ποδήλατο;
Το νόημα της ζωής; Οι
ταινίες του Λιντς; Το
πούσι τζους; Η ανατολή;
Αρχαιολογικά ευρήματα ύστερης
Εποχής του χαλκού; Η αγάπη
για την οικογένειά του; Το
μπάσκετ;

Κατά καιρούς ανακαλύπτω
μερικών ανθρώπων το δαιμόνιο
αλλά πού και πού γνωρίζω
άλλους σαν τον Τομ κι
αναρωτιέμαι. Ποιο είναι
το δαιμόνιο του Τομ; Ποιο
είναι το δικό μου; Ποιο είναι το
δικό σου; Το ξέρεις;

Υπάρχει;
Όλοι έχουν ένα,
σωστά;
Δε μπορεί να μην έχουν όλοι
κάτι σαν τη μουσική ή το
πούσι τζους ή το βραδινό
τζόιντ δίπλα στο παράθυρο
ακούγοντας Τσάρλι Πάρκερ.