Σήμερα, στη λαϊκή, αργά το μεσημέρι σημειώθηκε το εξής περιστατικό:
Ένας κύριος λεπτοκαμωμένος, με γυαλάκια, πέρασε ανάμεσα στους διάφορους πάγκους και στάθηκε μπροστά στον πάγκο με τα πορτοκάλια. Το καφάσι ήταν άδειο, αν εξαιρέσει κανείς ένα μίζερο ζαρωμένο πορτοκαλάκι που μούχλιαζε αργά αργά ακουμπώντας στη μια πλευρά του καφασιού. Η εικόνα φάνηκε να σοκάρει τον γυαλάκια, που έμεινε να κοιτάει το θέαμα αυτό μπόλικη ώρα. Είχε φτάσει απόγευμα πια. Ο κόσμος είχε λιγοστέψει τόσο, που ο γυαλάκιας δεν περνούσε πλέον απαρατήρητος. Το πορτοκαλάκι έμοιαζε να τον προβληματίζει πολύ. Δυσανασχετώντας που έπρεπε να λειτουργήσει σαν υπάλληλος σε κατάστημα με ρούχα, ο μανάβης πήγε κοντά του και τον ρώτησε:
- Να βοηθήσω;
- Νομίζω θα πάρω αυτό, είπε ο τύπος δείχνοντας το σάπιο πορτοκάλι, λες και είχε πάρει μια απόφαση ζωής.
Ο χοντρός χωριάταρος (που εκτός αυτών καμιά φορά του αποδιδόταν και ο τίτλος του μανάβη) το πέταξε σε μια σακούλα και του το 'δωσε. Την ώρα που έφευγε, το παλικαράκι που δούλευε στο μανάβικο για ένα χαρτζιλίκι της κακιάς ώρας και είχε παρακολουθήσει τον άντρα με τα γυαλιά τα τελευταία λεπτά, τον σταμάτησε και τον ρώτησε:
- Με συγχωρείτε, αλλά, αν μου επιτρέπετε, γιατί πήρατε τούτο 'δω το σάπιο πορτοκάλι;
- Ξες, είπε ο γυαλάκιας με ύφος αμφιλεγόμενο και προβληματισμένο, το σκέφτηκα πολύ και κατέληξα πως, από το να μην έχω καθόλου πορτοκάλια, προτιμώ να έχω ένα σάπιο.
Ένας κύριος λεπτοκαμωμένος, με γυαλάκια, πέρασε ανάμεσα στους διάφορους πάγκους και στάθηκε μπροστά στον πάγκο με τα πορτοκάλια. Το καφάσι ήταν άδειο, αν εξαιρέσει κανείς ένα μίζερο ζαρωμένο πορτοκαλάκι που μούχλιαζε αργά αργά ακουμπώντας στη μια πλευρά του καφασιού. Η εικόνα φάνηκε να σοκάρει τον γυαλάκια, που έμεινε να κοιτάει το θέαμα αυτό μπόλικη ώρα. Είχε φτάσει απόγευμα πια. Ο κόσμος είχε λιγοστέψει τόσο, που ο γυαλάκιας δεν περνούσε πλέον απαρατήρητος. Το πορτοκαλάκι έμοιαζε να τον προβληματίζει πολύ. Δυσανασχετώντας που έπρεπε να λειτουργήσει σαν υπάλληλος σε κατάστημα με ρούχα, ο μανάβης πήγε κοντά του και τον ρώτησε:
- Να βοηθήσω;
- Νομίζω θα πάρω αυτό, είπε ο τύπος δείχνοντας το σάπιο πορτοκάλι, λες και είχε πάρει μια απόφαση ζωής.
Ο χοντρός χωριάταρος (που εκτός αυτών καμιά φορά του αποδιδόταν και ο τίτλος του μανάβη) το πέταξε σε μια σακούλα και του το 'δωσε. Την ώρα που έφευγε, το παλικαράκι που δούλευε στο μανάβικο για ένα χαρτζιλίκι της κακιάς ώρας και είχε παρακολουθήσει τον άντρα με τα γυαλιά τα τελευταία λεπτά, τον σταμάτησε και τον ρώτησε:
- Με συγχωρείτε, αλλά, αν μου επιτρέπετε, γιατί πήρατε τούτο 'δω το σάπιο πορτοκάλι;
- Ξες, είπε ο γυαλάκιας με ύφος αμφιλεγόμενο και προβληματισμένο, το σκέφτηκα πολύ και κατέληξα πως, από το να μην έχω καθόλου πορτοκάλια, προτιμώ να έχω ένα σάπιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου