Ξύπνησα και κρύωνα. Κόντευε καλοκαίρι κι εγώ κρύωνα από την υγρασία. Τόση πολλή και τόσο πηχτή που ξυπνάω και τη νιώθω μέσα μου και θέλω να πάω στην τουαλέτα να ξεράσω για να φύγει, αλλά δεν έχει νόημα γιατί δεν είναι στο στομάχι μου, είναι στα κόκκαλά μου μέσα. Σηκώθηκα τρίζοντας σα γέρος και σύρθηκα ως τον καναπέ. Έκατσα για λίγο εκεί, αφαιρώντας τσίμπλες και προσπαθώντας να ξυπνήσω. Σκέφτηκα πως αν ερχόσουν ποτέ ξανά στη μικρή μου σπηλιά, θα ρουφούσες όλη την υγρασία. Η ατμόσφαιρα θα ελάφραινε και πάλι. Μετά συνειδητοποίησα πόσο θλιβερό κι απαίσιο είναι να σε βλέπω σαν αφυγραντήρα. Τον προσωπικό μου συναισθηματικό αφυγραντήρα. Μα ήδη, στον απόηχο αυτή της σκέψης, πληκτρολογούσα ξανά τον αριθμό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου