Το κουκούλι

Κάθε μέρα πηγαίνει στη δουλειά
με τα πόδια. Ποδήλατο δε λέει να
πάρει, δυο χρόνια τώρα. Δεν τον
πειράζει λέει το περπάτημα.

Το εικοσάλεπτο που περπατάει
προσπαθεί να το αξιοποιεί
απαντώντας σε ημέιλ, προσ-
περνώντας παγκάκια, ποδηλάτες

πιτσαρίες και κόφι-του-γκόου,
τυλίγοντας πού και πού
πιο σφιχτά τον εαυτό του μέσα
στη γκρίζα καμπαρντίνα.

Περπατάει και πληκτρολογεί
στέλνει μηνύματα και κανονίζει
ραντεβού, κανονίζει να βγει το βράδυ
προσπερνάει τον επαίτη

και σήμερα, που είναι ωραία μέρα
και τελείωσε νωρίς απ’ τη δουλειά
γυρνάει φουριόζος στο σπιτάκι του
να κλειστεί, να τυλιχτεί.

Και προσπερνάει και πληκτρολογεί
μηνύματα που πρέπει να στείλει
προσπερνάει και αγνοεί μηνύματα
που του ‘ρχονται και δεν τον

νοιάζει που σκουντιέται με
περαστικούς γιατί χαζεύει την οθόνη
τώρα είναι προς το τέλος
ενός τεράστιου μηνύματος

το τσεκάρει και το ξανατσεκάρει
πριν το στείλει, θέλει να ‘ναι τέλειο
αλλά πάνω που πάει να πατήσει
Αποστολή

μπουρδουκλώνεται
            στη γκρίζα καμπαρντίνα
                                   πάνω ακριβώς
                  στο πρώτο σκαλί
της πέτρινης σκάλας
που βγάζει στην πλατεία
                                  και τσακίζεται
                κατρακυλάει
       πέφτει
                    γίνεται η καμπαρτίνα
                                                κουκούλι
                                                                   και
σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο πλακόστρωτο.

Τον κοιτάνε οι γύρω που σηκώνεται
και είναι ήρεμος και σα να μην
κουτρουβάλησε μόλις δέκα σκαλιά
βαδίζει ατάραχος προς το κινητό

ου ‘χει πέσει παραδίπλα.
Και δε θα ‘χει γίνει θέαμα, αλήθεια,
αν εκείνη τη στιγμή, στη μέση της
πλατείας δε φώναζε

«Γαμώ το Χριστό μου,
                       τώρα πρέπει
                          να το γράψω απ’ την αρχή!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου