Ο Αντώνης άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του μετά από έναν ύπνο
πολλών χρόνων. Τα βλέφαρά του έμοιαζαν βαριά και το πρόσωπό του βρώμικο. Όταν
ανασηκώθηκε σιγουρεύτηκε αυτό που τον προβλημάτιζε και μέσα στον ύπνο του, πως δηλαδή αυτό δεν ήταν το κρεβάτι του.
Καταρχάς, στο κρεβάτι του ποτέ δεν κοιμόταν με τα ρούχα της δουλειάς. Ακόμα και
η γραβάτα του βρισκόταν τώρα στη θέση της, σφιγμένη στο λαιμό του. Όταν
αποφάσισε να αφήσει τούτο το μυστήριο άλυτο, προσπάθησε να καταλάβει
τουλάχιστον πού στο καλό βρισκόταν. Στην κίνησή του να
ανασηκωθεί, πετραδάκια γρατζούνισαν τις παλάμες του και τώρα έβλεπε πως στα
μαύρα πρώην γυαλισμένα παπούτσια του είχαν κολλήσει λάσπες, που ξεραίνονταν
και λέκιαζαν και τις άκρες του σιδερωμένου του παντελονιού. Τέλος, ένα
χορταράκι είχε χωθεί μέσα από τον γιακά του πουκαμίσου του και τον γαργαλούσε
ανατριχιαστικά στον σβέρκο.
Ναι λοιπόν, δε χωρούσε αμφιβολία, βρισκόταν σε ένα χωράφι. Ένα χωράφι τόσο ξένο γι’ αυτόν μα και τόσο απέραντο, που στα υπαλληλίστικα μάτια του θα μπορούσε να απεικονίζει την αιωνιότητα. Πραγματικά, η καλλιεργήσιμη έκταση χανόταν πέρα από ‘κει που έφτανε το μάτι του. Το ταπεινό του ρολόι με το δερμάτινο λουράκι το έλεγε πως ήταν μεσημέρι, μα δε θα αργούσε να το καταλάβει έτσι κι αλλιώς με τόσο ιδρώτα που κατέβαζε. Το σοκ τον έκανε να μην είναι σίγουρος, μα πίστευε πως ήταν καλοκαίρι. Έτσι φαινόταν. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και καθώς ανακούφιζε με ένα τέντωμα την από χρόνια καταπονημένη μέση του, κλώτσησε με το πόδι του τον χαρτοφύλακά του. Μέσα σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου, δεν του φαινόταν καθόλου περίεργο που ο χαρτοφύλακάς του τον είχε ακολουθήσει εδώ. Δεν τον αποχωριζόταν και ποτέ Περιεργάστηκε λίγο ακόμα τον χώρο και τα μάτια του έπεσαν πάνω σε ένα τερατώδες μηχάνημα που είχε μια μικρή καμπίνα και τέσσερις ρόδες, οι δύο εκ των οποίων έφταναν σχεδόν το δικό του ύψος. Ο τρόμος του μετριάστηκε κάπως όταν έφτασε πιο κοντά του και συνειδητοποίησε πως το τέρας αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τρακτέρ. Όχι πως ήξερε και τίποτα για τα τρακτέρ, μα ήξερε να αναγνωρίζει ένα όταν αυτό πεταγόταν μπροστά του, χαζός δεν ήταν. Στη μια πίσω ρόδα του τρακτέρ ήταν ακουμπισμένη μια τσάπα και μια τσουγκράνα. Στο έδαφος, δίπλα σ’ αυτά υπήρχε ένα μεγάλο ποτιστήρι κι ένας κουβάς σκεπασμένος με μια πετσέτα. Όλα αυτά φαίνονταν πολύ περίεργα στον Πάτρικ και κατέληγαν να είναι εξοργιστικά! Τι ήταν τέλος πάντων αυτό το μέρος κι αυτός πώς βρέθηκε εκεί; Τι είδους κακόγουστη φάρσα ήταν όλο αυτό; Απαιτούσε μιαν εξήγηση αμέσως! Εκτός των άλλων, τον είχε πιάσει και μια έντονη πείνα. Έβγαλε το σακάκι, που ήταν βάσανο με τόση ζέστη, και με μια βιαστική απόφαση κατεύθυνσης ξεκίνησε να περπατάει.
Ναι λοιπόν, δε χωρούσε αμφιβολία, βρισκόταν σε ένα χωράφι. Ένα χωράφι τόσο ξένο γι’ αυτόν μα και τόσο απέραντο, που στα υπαλληλίστικα μάτια του θα μπορούσε να απεικονίζει την αιωνιότητα. Πραγματικά, η καλλιεργήσιμη έκταση χανόταν πέρα από ‘κει που έφτανε το μάτι του. Το ταπεινό του ρολόι με το δερμάτινο λουράκι το έλεγε πως ήταν μεσημέρι, μα δε θα αργούσε να το καταλάβει έτσι κι αλλιώς με τόσο ιδρώτα που κατέβαζε. Το σοκ τον έκανε να μην είναι σίγουρος, μα πίστευε πως ήταν καλοκαίρι. Έτσι φαινόταν. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και καθώς ανακούφιζε με ένα τέντωμα την από χρόνια καταπονημένη μέση του, κλώτσησε με το πόδι του τον χαρτοφύλακά του. Μέσα σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου, δεν του φαινόταν καθόλου περίεργο που ο χαρτοφύλακάς του τον είχε ακολουθήσει εδώ. Δεν τον αποχωριζόταν και ποτέ Περιεργάστηκε λίγο ακόμα τον χώρο και τα μάτια του έπεσαν πάνω σε ένα τερατώδες μηχάνημα που είχε μια μικρή καμπίνα και τέσσερις ρόδες, οι δύο εκ των οποίων έφταναν σχεδόν το δικό του ύψος. Ο τρόμος του μετριάστηκε κάπως όταν έφτασε πιο κοντά του και συνειδητοποίησε πως το τέρας αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τρακτέρ. Όχι πως ήξερε και τίποτα για τα τρακτέρ, μα ήξερε να αναγνωρίζει ένα όταν αυτό πεταγόταν μπροστά του, χαζός δεν ήταν. Στη μια πίσω ρόδα του τρακτέρ ήταν ακουμπισμένη μια τσάπα και μια τσουγκράνα. Στο έδαφος, δίπλα σ’ αυτά υπήρχε ένα μεγάλο ποτιστήρι κι ένας κουβάς σκεπασμένος με μια πετσέτα. Όλα αυτά φαίνονταν πολύ περίεργα στον Πάτρικ και κατέληγαν να είναι εξοργιστικά! Τι ήταν τέλος πάντων αυτό το μέρος κι αυτός πώς βρέθηκε εκεί; Τι είδους κακόγουστη φάρσα ήταν όλο αυτό; Απαιτούσε μιαν εξήγηση αμέσως! Εκτός των άλλων, τον είχε πιάσει και μια έντονη πείνα. Έβγαλε το σακάκι, που ήταν βάσανο με τόση ζέστη, και με μια βιαστική απόφαση κατεύθυνσης ξεκίνησε να περπατάει.
Τα παπούτσια του ήταν πλέον ολόκληρα λερωμένα από λάσπες
όταν ο μεσημεριανός ήλιος, που του ‘καιγε το κούτελο και τα χέρια, τον ανάγκασε
να αναθεωρήσει το σχέδιο απόδρασης απ’ αυτό το χωράφι που έμοιαζε αχανές. Εκνευρισμένος,
ιδρωμένος, εξαντλημένος και φοβερά πεινασμένος, επέστρεψε στη λιγοστή σκιά που
προσέφερε το τρακτέρ και έκατσε πάνω σε μια κοτρόνα. Με τα μπατζάκια και τα
μανίκια σηκωμένα, καθόταν και σκεφτόταν τι θα ‘κανε. Σε τελική ανάλυση, δε
μπορούσε να μείνει και για πολύ ακόμα εκεί. Κάπως έπρεπε να επιβιώσει. Με μια κίνηση
αποκάλυψε το περιεχόμενο του κουβά. Δεν παραξενεύτηκε όταν είδε κάτι όσο μυστήριο όσο και όλα τ’ άλλα σ’ αυτό το χαζό όνειρο, που η ώρα που περνούσε και η
νεκρική σιγή που επικρατούσε από την ώρα που ξύπνησε το μετέτρεπαν σε εφιάλτη.
Μέσα στον κουβά υπήρχαν μερικές εκατοντάδες σπόροι. Ο Αντώνης έχωσε το χέρι του
στον κουβά και πήρε έναν σπόρο. Τον περιεργάστηκε με τα μάτια και τα δάχτυλα κι
έπειτα, με πολύ θάρρος, τον έβαλε στο στόμα του. Δάγκωσε δυνατά και ένα
ανησυχητικό κρακ ακούστηκε. Κατάπιε με αηδία και με έναν αναστεναγμό πήρε
μερικούς ακόμα σπόρους στη χούφτα του. Αποφάσισε πως μέχρι να βρει τρόπο να
επιστρέψει στον πολιτισμό, θα έπρεπε να μείνει σ’ αυτόν τον ξένο πλανήτη και να
τραφεί με σπόρους.