Το καινούργιο παντελόνι (Οι Αζτέκοι έφταιγαν για όλα)

 Τι να ‘κανε; Πήγε κι αυτός να πάρει καινούργιο παντελόνι, γιατί τον κοίταζαν λίγο λοξά στη δουλειά. Ένας φίλος του ‘πε διακριτικά πως ίσως χρειάζεται να πάει για ψώνια και το πήρε το μήνυμα. Δεν ήταν πως ο Στέφανος φορούσε τίποτα σκισμένα ή κάτι τέτοιο, απλά φαινόταν κάπως...αφρόντιστος για το προφίλ της εταιρείας. Του την έσπαγε που εκτός απ’ όλα τ’ άλλα που ‘χε στο κεφάλι του, έπρεπε τώρα να ασχολείται και με το τι ρούχα θα βάλει, θέμα που του περνούσε έτσι κι αλλιώς τελείως αδιάφορο. Απ’ την άλλη, τα επικριτικά βλέμματα των συναδέλφων, αυτά τα βλέμματα που έκρυβαν και λίγη λύπηση μέσα και που ήθελε να τα αποδιώξει μπουνιδόν, του κόστιζαν περισσότερο απ’ όσο ένα καινούργιο παντελόνι.
 Πήγε λοιπόν σ’ ένα απ’ αυτά τα μαγαζιά με τις χαμηλές τιμές. Αυτά τα μαγαζιά που τα αντρικά ρούχα απευθύνονται πιο πολύ σε γυναίκες (τι να υποθέσουμε για τα γυναικεία;) αλλά μπορείς να βρεις παντελόνι με είκοσι ευρώ οπότε το βουλώνεις και ψάχνεις να βρεις κάτι υποφερτό να δοκιμάσεις. Δεν του πήρε και πολλή ώρα. Λίγο αργότερα επέστρεφε σπίτι με μια σακκούλα περιέχουσα το καινούργιο μαύρο παντελόνι και ένιωθε κι ευχαριστημένος.
 Λίγος κόσμος πηγαινοερχόταν βαριεστημένα στα πεζοδρόμια κι ο Στέφανος τους χάζευε. Μια κομμωτηριασμένη κυρία βαρούσε μαλακά μα αυστηρά μπατσάκια την κόρη της που δεν ήθελε – εδώ και ώρα μάλλον – να της πιάσει το χέρι. Ένας κρεοπώλης στεκόταν στην πόρτα του μαγαζιού του και κάπνιζε. Απο πάνω του ακριβώς υπήρχε και η ταμπέλα του μαγαζιού: «Εκλεκτά κρέατα – Κωνσταντίνος Χασάπης». Όνομα και πράμα, στην κυριολεξία, σκέφτηκε ο Στέφανος. Έτσι όπως ήταν ο κύριος Χασάπης, με τα αίματα στην ποδιά, έμοιαζε λες και είχε βγει από μια αιματηρή μάχη κι απολάμβανε τώρα ένα επινίκιο ξεκουραστικό τσιγάρο. Ο περιπτεράς απέναντι απλώς καθόταν μέσα στο κουτί του και τους μισούσε όλους. Ένας παππούς περνούσε το δρόμο αργά. Πολύ αργά. Με τόσο αργό βήμα που ‘χουν κάποιοι ηλικιωμένοι, ο Στέφανος πάντα σκεφτόταν πόσο ελεύθερο χρόνο πρέπει να ‘χαν. Αυτός ο παππούς μπορεί να πήγαινε τώρα να φάει κάπου έξω και να ‘χε ξεκινήσει απ’ το σπίτι του στις δέκα το πρωί. Τώρα περνούσε το δρόμο με υπερπροσπάθεια χελώνας-μαραθωνοδρόμου. Όλα κυλούσαν κανονικά στην πόλη κι ο Στέφανος ήταν ακόμα ένας αργόσχολος που τριγυρνούσε στο κέντρο. Είχε πάντως καινούργιο παντελόνι.

 Ο Τάσος, ένας μελαγχολικός πιτσαδόρος (υπάρχουν ντελιβεράδες που δεν είναι μελαγχολικοί;) περνούσε τον κατηφορικό δρομάκο και τα μάτια του κλείνανε γιατί δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Είχε εγκαταστήσει ένα παιχνίδι στρατηγικής στον υπολογιστή τον τελευταίο καιρό και πάλευε να το τερματίσει. Όλος ο πολιτισμός των Αζτέκων, όπως τον είχε γνωρίσει, τον είχε κυριεύσει και τον είχε εξελίξει το προηγούμενο βράδυ, περνούσε από το μυαλό του όσο αυτός αργά αργά έκλεινε τα μάτια του. Στρατιώτες, η οικονομία του κράτους, οι διαπραγματεύσεις με τους αντίπαλους λαούς, τα cheats, ο πόλεμος με το ναυτικό (είχαν οι Αζτέκοι ναυτικό;), ο πόλεμος με τα υπερεξελιγμένα αεροπλάνα των Μογγόλων το 2035, γυμνόστηθες θεότητες, σφαίρες, θυσίες, εκτελέσεις, κάτσε ρε θα τον σκοτώσεις τον άνθρωπο
ε;
 Ενστικτωδώς ο Τάσος άνοιξε τα μάτια και πρόλαβε μόνο να φωνάξει σαστισμένος καθώς το μηχανάκι του χτυπούσε τον παππού και τον εκτόξευε πέντε μέτρα πιο πέρα. Το μηχανάκι ανατράπηκε, ο Τάσος προσγειώθηκε σ’ έναν θάμνο και πίτσες απλώθηκαν σ’ όλη τη διάβαση, την άσφαλτο και το πεζοδρόμιο. Η μαγκούρα του παππού έφυγε από τα χέρια του την ώρα που και ο ίδιος βρισκόταν στον αέρα και προσγειώθηκε στη γυάλινη πρόσοψη του διπλανού καφέ («café Thomas»). Έγινε θρίψαλα αμέσως και όλοι οι πελάτες γύρισαν σοκαρισμένοι σαν σε χορευτικό. Πέρασαν δυο-τρια τεράστια δευτερόλεπτα σιωπής. Όλοι τριγύρω είχαν παγώσει. Όταν τελείωσε η μικρή παύση του σοκ, η κομμωτηριασμένη κυρία έδωσε μια γερή στον πισινό της κόρης της και την απομάκρυνε βιαστικά. Ο χασάπης ρούφηξε το μισό τσιγάρο μονοκοπανιά, πέταξε το υπόλοιπο στο πεζοδρόμιο κι έτρεξε προς τον γέρο. Ο περιπτεράς γαμωσταύρησε την τύχη του και κάποιος κάλεσε το 166. Ο Στέφανος έτρεξε κι αυτός προς τον παππού.
 Κι ήταν κι ένας ακόμα. Ο ιδιοκτήτης του café Thomas, ο κυρ Θωμάς δηλαδή είχε σταθεί στην πόρτα έτοιμος για τσαμπουκά μέχρι τελικής πτώσεως. Είχε εκείνη τη φοβερή αμηχανία που ‘χει κάποιος όταν είναι έξαλλος αλλά δεν είναι σίγουρος σε ποιόν πρέπει να ρίξει την ευθύνη και σε ποιόν να ξεσπάσει. Είχε μπερδευτεί. Επιθεώρησε τη σκηνή για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα και τελικά αποφάσισε πως έφταιγε ο ντελιβεράς. Πήγε λοιπόν κι άρπαξε απ’ τον γιακά τον Τάσο, και τον σήκωσε απότομα, όσο αυτός έτριβε το κεφάλι του προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. «Τι έκανες ρε μαλακισμένο; Τι έκανες ρε κωλόπαιδο;» του φώναζε εκτοξεύοντας σάλια στη μούρη του. Ήρθαν τότε οι αναμενώμενοι κομπάρσοι που έτυχε να περνάνε εκείνη την ώρα και χώρισαν το μικρό από τον τσαμπουκαλεμένο κυρ Θωμά, που εκείνη τη στιγμή τον πήγαινε πέρα-δώθε από το γιακά.
 Χασάπης και Στέφανος ανασήκωσαν τον παππού. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του αλλά προσπαθούσαν να καταλάβουν αν είχε χτυπήσει σοβαρά. Ο καημένος ο γέρος είχε πάθει σοκ και δε μπορούσε να μιλήσει. Παραδίπλα ο Τάσος είχε σηκωθεί και πάσχιζε να δώσει εξηγήσεις στον μαγαζάτορα, χωρίς να ξέρει καλά καλά για ποιο πράγμα. Αυτός, ανάμεσα στους κομπάρσους που τον απομακρύνανε, φώναζε πως θα φωνάξει τους μπάτσους. Μετά από λίγο και χωρίς να σταματάει να φωνάζει, μπήκε πάλι στο μαγαζί του, περνώντας μέσα από τη σπασμένη βιτρίνα και πατώντας πάνω σε σπασμένα γυαλιά.
 «Πω ρε πούστη τι μαλακία έκανα» είπε ο Τάσος σκυμμένος πάνω απ’ τον κοκκαλομένο γέρο κι απευθυνόμενος στον Στέφανο, που αισθάνθηκε πως θα τον καταλάβαινε περισσότερο απ’ όλους. «Είναι καλά ο γέρος; Τι να κάνω;» «Καλά είναι, σήκω φύγε. Καλέσανε ασθενοφόρο». «Δεν το ‘θελα ρε φίλε, δεν το ‘κανα επίτηδες, δε φταίω!» «Καταρχάς φταις, μη λέμε μαλακίες τώρα. Σήκω φύγε γρήγορα γιατί αν ο άλλος ο μαλάκας φωνάξει τους μπάτσους θα σου τα πρήζουν μέχρι το βράδυ».
Όση ώρα μιλούσαν, ο Χασάπης έκανε χοντροκομμένες απόπειρες επικοινωνίας με τον παππού. «Θείο!» φώναζε, «ρε θείο!» ξαναφώναζε και τον σκουντούσε. Ούτε που άκουγε τι λέγανε οι άλλοι. Ο Τάσος πήγε σήκωσε το μηχανάκι, μάζεψε και το κουτί για τις πίτσες, παραλίγο να γλιστρήσει πατώντας ένα κομμάτι που ‘χε πέσει εκεί παρά δίπλα, καβάλησε τη μηχανή και έβαλε μπρος να φύγει.
 Η φασαρία της εξάτμισης μπλέχτηκε με τους ήχους του ασθενοφόρου που εμφανιζόταν εκείνη τη στιγμή στην άλλη άκρη του δρόμου. Όσο ο Τάσος απομακρυνόταν, κι ενώ μέσα του αναθεμάτιζε τους καταραμένους τους Αζτέκους, βγήκε πάλι τρέχοντας απο το μαγαζί ο κυρ Θωμάς. «Ε! Που πάει αυτός ρε; Καλά ρε μαλάκες, τον αφήσατε να φύγει;» φώναζε, αλλά οι κομπάρσοι είχαν φύγει, ο Στέφανος κι ο κύριος Χασάπης ο χασάπης βοηθούσαν στο ασθενοφόρο κι ο περιπτεράς είχε σταματήσει εδώ και ώρα να δίνει σημασία. Ο κυρ Thomas μπήκε πάλι στην καφετέρια φουριόζος εξαπολύοντας βρισιές, απειλές και νταϊλίκια προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Τι άλλο θα δούμε σήμερα...» είπε ο Κωνσταντίνος Χασάπης και σκούπισε τα χέρια του στην – απο πριν, μην τρομάζετε – ματωμένη ποδιά του, μάλλον από συνήθεια. Έφυγε κι αυτός για το μαγαζί του κι ο Στέφανος έμεινε μόνος.
 Ξαφνικά είχε επικρατήσει φοβερή ησυχία. Αν εξαιρούσες τη σπασμένη τζαμαρία και τα κομμάτια πίτσας στο δρόμο, όλα ήταν όπως πριν. Προσπάθησε να κάνει ένα ριστάρτ τις σκέψεις του για να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Εκείνη την ώρα ήρθαν και οι μπάτσοι (σε κάτι τέτοια οι μπάτσοι φτάνουν πάντα τελευταίοι) κι αυτός σηκώθηκε να φύγει γιατί δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει μαζί τους, ούτε να τον έχει για μάρτυρα αυτός ο μαλάκας ο café-Θωμάς.
 Πήρε λοιπόν πάλι το δρόμο προς το σπίτι, όταν ξαφνικά θυμήθηκε κάτι. Το παντελόνι. Πού ήταν η σακκούλα με το καινούργιο παντελόνι; Θυμήθηκε πως την είχε πετάξει παράμερα όταν έτρεξε προς τον εκτοξευόμενο γέρο. Κοίταξε τριγύρω, στους θάμνους, στο πεζοδρόμιο, στο δρόμο, τίποτα. «Γαμώ την πουτάνα μου» αναστέναξε θυμωμένος και με κάποια κούραση και άρχισε να περπατάει προς το σπίτι, είκοσι ευρώ φτωχότερος και χωρίς καινούργιο παντελόνι.

Κυριακή στο χωριό

Της πουτάνας έγινε. Έφυγε το ‘να το πόδι από την ψησταριά, φύγαν και τα κρέατα και τα κάρβουνα κύλησαν όλα πάνω στον παππού. Ο παππούς είχε πάθει εγκεφαλικό πριν χρόνια κι ούτε να μιλήσει μπορούσε ούτε να κουνηθεί πολύ πολύ. Τον είχαμε βάλει δίπλα στη φωτιά να την κοιτάει και να χαίρεται. Πέσανε τα κάρβουνα πάνω του κι ούτε να φωνάξει μπορούσε, ούτε τίποτα. Καθόταν μόνο και καιγόταν. Λίγο ακόμα και θα τρώγαμε παππού στα κάρβουνα! Φωνές οι θείες, οδηγίες οι μπαμπάδες, πετάξαμε και τα λουκάνικα, άσε, της πουτάνας έγινε.