Γκάζωσα κι έφυγα

Γυρνούσα από τη δουλειά και, ως συνήθως, είχε βραδιάσει. Μου τη σπάει όλη αυτή η ιστορία με τις υπερωρίες, αλλά μετά από τόσα χρόνια το καταπίνω αδιαμαρτύρητα. Έτσι κι αλλιώς, τα φράγκα είναι καλά, οπότε οκ.
 Όπως πάντα, οδηγούσα σπίτι μέσω της Αγ. Δημητρίου. Είναι από τους λίγους δρόμους που μπορώ να το τρέξω τα’ αμαξάκι μου μεσ’ την πόλη κι έτσι η διαδρομή αυτή με ηρεμεί ιδιαίτερα. Το μόνο σημείο που μου κόβει τη φόρα είναι εκείνο το κωλοφανάρι στο Ιβανώφειο, αμέσως μετά το ΑΧΕΠΑ. Εκεί η κούρσα μου σταματάει και πέρα απ’ το γεγονός πως μετά πρέπει αναγκαστικά να κόψω γιατί ο δρόμος στροφάρει, με ξενερώνει που το κόκκινο κρατάει τρεις ώρες.
 Όταν στην ουρά στο φανάρι δεν είμαι πολύ μακριά από τη διάβαση, χαζεύω τους ζογκλέρ. Χίπηδες. Περιμένουν να ανάψει το κόκκινο και μετά παίρνουν θέση μπροστά στ’ αμάξια και αραδιάζουν όλα αυτά τα κόλπα τους. Ξες, αυτά με τις κορίνες, που τα βλέπεις στην TV και λες «σιγά, κι εγώ μπορώ να τα κάνω». Ε, να σου πω κάτι; Δεν είναι και τόσο εύκολο! Είχε μια φορά τ’ ανίψι μου γενέθλια και του ‘κανε η αδερφή μου πάρτυ. Πήγα κι εγώ για συμπαράσταση και καθόμουν με τους γονείς και τα κρυόκωλα αστεία τους. Του ‘χε φέρει και κλόουν του κακομαθημένου. Ε, έτσι όπως βαριόμουν πήγα κάποια στιγμή κοντά στα πράγματα του κλόουν και καταπιάστηκα με το καραγκιοζιλίκι με τις κορίνες. Μια μου γλιστρούσανε, μια δε μπορούσα να συγχρονίσω τα χέρια μου… ε, τα βρόντηξα κάτω και πήγα πάλι με τους γονείς.
 Εκείνο το βράδυ ήτανε πάλι εκεί. Οι δυο τους, όπως πάντα. Ένα ζευγάρι ζογκλέρ. Τους βλέπεις κι αναρωτιέσαι: πώς τα βγάζουνε πέρα αυτοί οι δύο; Το νοίκι πώς το πληρώνουνε; Αν όλοι δίνουν όση σημασία δίνω κι εγώ, τα λεφτά που βγάζουν θα τους φτάνουν ίσα-ίσα για δυο τυρόπιτες.
 Παράξενο που δεν το ‘χα προσέξει πιο πριν, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν ξεκάθαρο: η κοπέλα ήταν έγκυος. Ήταν επίσης ξεκάθαρο πλέον πως τούτοι ‘δω ήταν ζευγάρι κανονικό. Άλλες φορές που περίμενα στο φανάρι και τους χάζευα, την περνούσα για πιο ασυμμάζευτη αυτήνα. Μια που την παίρνουνε όλοι, ξέρω ‘γω; Χίπηδες είναι αυτοί, δε βγάζεις άκρη.
 Αλλά όχι, αυτοί εδώ ήταν όπως φαίνεται ζευγάρι κανονικό. Και ναι, είχανε προκόψει, τι να πω! Είχανε μόνο ένα καπέλο, 3 κορίνες και τα τοιαύτα, ένα σπίτι-τρύπα (αυτό να το φανταστώ μόνο μπορούσα) και ένα μωρό στην κοιλιά. Σπουδαία προκοπή ρε κάνατε, μπράβο! Έχετε δουλέψει ρε ίσα με πέντε λεπτά στη ζωή σας;
 Τους κοίταζα και τους δυο, αυτός γύρω στα τριάντα, αυτή πιο μικρή. Μου τραβούσε την προσοχή η κοπέλα. Έτσι όπως πάσχιζε να κάνει με χάρη τα κόλπα της, με την κοιλιά μέχρι απέναντι, ήταν αξιολύπητη. «Θεέ μου, λέω, πάλι καλά που ‘μαι όπως είμαι και δεν κατέληξα κι εγώ χίπης και ζογκλέρ!».
 Το πράσινο αργούσε ν’ ανάψει κι αυτή εκεί, με τις κορίνες. Πετούσε-έπιανε, πετούσε-έπιανε. Ξάφνου την πιάνει φαίνεται ένας πόνος και παρατάει την κορίνα να πέσει στην άσφαλτο. Φωνάζει του άλλου, κι αυτός φτάνει πανικόβλητος για να δει το αυτονόητο. Μην είμαι κι εγώ κυνικός, αλλά σαν drive in με ζωντανή ταινία ήταν αυτό το φανάρι εκείνη τη μέρα!
 Ο χίπης πήγε τη χίπισσα του στο πεζοδρόμιο και, όσο τη βοηθούσε να κάτσει, ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια απ’ τους οδηγούς να τους πάει κάποιος στην κλινική, να γεννήσει κανονικά σαν άνθρωπος η κοπέλα.
 Εν τω μεταξύ άναψε το πράσινο και τα’ αμάξια μούγκρισαν πριν ξεχυθούν στο δρόμο και πάλι. Ένα citroen σταμάτησε στην άκρη να βοηθήσει κι αυτή ήταν η τελευταία σκηνή καθώς διαλύαμε το “drive in”.
 Στο διπλανό φανάρι της διασταύρωσης ολοκλήρωσα και το πάρε-δώσε μου με τα πακιστανάκια εκείνη τη μέρα. Κάθονται τα έρμα και καθαρίζουνε παρμπρίζ απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Για καμιά τυρόπιτα κι αυτοί, δε μπορεί να βγάζουν περισσότερα. Τα πετυχαίνω εκεί κάθε μέρα, και στο «πήγαινε» και στο «έλα» απ’ τη δουλειά. Τώρα είχαν γυρίσει και κοιτούσανε το περιστατικό με τους χίπηδες.
 Εγώ γκάζωσα κι έφυγα, για να προλάβω να κάνω κι ένα ντουζ. Είχα γνωρίσει τότε τη Μαρία, ένα πολύ σωστό γκομενάκι, κι είχαμε κανονίσει για τις 10. Ίσα που προλάβαινα.