Σ' ένα ταξίδι με πλοίο

 Μάταια προσπάθησα να τραβήξω την προσοχή της. Το μωρό της διπλανής έκλαιγε τόσο διαπεραστικά, που για λίγο πίστεψα πως αν δοκίμαζα κι εγώ κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα θα με πρόσεχε. Ένα μέλος του πληρώματος πέρασε από το σαλέ για να ελέγξει αν όλα ήταν εντάξει κι έπειτα χάθηκε σε κάποιο διπλανό δωμάτιο-κόσμο.
 Όσο αυτή δοκίμαζε το βιβλίο της με το απορροφημένο βλέμμα της και την συγκέντρωση μου με την απαλή κίνηση του ενός ποδιού της, παρά δίπλα ένα ζευγάρι καυγάδιζε και, μαζί με το κλάμα του μωρού, συνέθετε ένα έργο που δε θα ανταποκρινόταν ούτε στα πιο εκκεντρικά μουσικά γούστα.
 Είχε πραγματικά αποσπάσει την προσοχή μου. Την κοιτούσα επί ώρα, αλλά αμφιβάλλω αν το παρατήρησε. Αργότερα μάλιστα, σκέφτηκα πως και να το παρατηρούσε, ελάχιστη εντύπωση θα της προκαλούσε. Το κατάλαβα αυτό από τα τοξωτά της φρύδια που έμεναν ολόισια εδώ και ώρες ταξιδιού και από τις γάμπες της, που έμοιαζαν έμπειρες στο απαλό και προκλητικό κούνημα.
 Για να μην τα πολυλογώ, λίγη ώρα ακόμα πέρασε και πλέον δεν ήμουν σίγουρος αν επέμενα τόσο επειδή μ' άρεζε ή επειδή είχα πεισμώσει κι ήθελα να τραβήξω ντε και καλά την προσοχή της. Έφταιγε πάντως και η αφόρητη πλήξη του μεγάλου ταξιδιού, το ομολογώ.
 Καταεκνευρισμένος με την αδιαφορία της, ανέβηκα στο δεξί μπράτσο της πολυθρόνας όπου καθόμουν τόση ώρα και προς μεγάλη έκπληξη του μωρού, που σταμάτησε να κλαίει, ισορρόπησα το βιβλίο μου στο κεφάλι μου. Όλα αυτά κράτησαν γύρω στα δεκαπέντε δευτερόλεπτα κι έπειτα βρέθηκα στο έδαφος. Το διπλανό ζευγάρι έτρεξε να με ρωτήσει αν είμαι καλά και το μωρό άρχισε να χειροκροτάει. Το πόδι εκείνης σταμάτησε για λίγο να σαλεύει κι αυτή σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα της από το βιβλίο της για να εξετάσει το σκηνικό. Επέστρεψε όμως γρήγορα στην προηγούμενη ασχολία της, λες και το καραγκιοζιλίκι μου την συγκίνησε όσο θα τη συγκινούσε ένα φτέρνισμα σ' ένα καφενείο, μια Τρίτη μεσημέρι.
 Αφού συνήλθα, συνειδητοποίησα πως δε θα μπορούσε ποτέ να με ενδιαφέρει ένας άνθρωπος που ζει τις συγκινήσεις τόσο χλιαρά. Πήρα από το πάτωμα το βιβλίο μου, που μοιραία είχε πέσει κι αυτό, κι επέστρεψα στη θέση μου.
 Διάβασα μέχρι το τέλος της διαδρομής.

"I'm only here for the illusion"

 Ήταν Τετάρτη και ήταν η μέρα που ο Ευριπίδης είχε προγραμματίσει να πάει να αγοράσει έρωτα. Είχε περάσει αρκετά απογεύματα προσπαθώντας να αποφασίσει αν χρειάζεται ή όχι έναν έρωτα. Είχε μάθει από έναν συνάδελφο που μπορούσε να βρει και μιας και τα λεφτά δεν του 'λειπαν, πήρε τηλέφωνο και ζήτησε ραντεβού για τη συγκεκριμένη μέρα.
 Το γραφείο που θα πήγαινε ο Ευριπίδης, αυτό που του 'χε συστήσει εκείνος ο τύπος από τη δουλειά, ήταν σ' ένα ύποπτα αδιάφορο κτήριο. Εκεί μπορούσε κανείς να προμηθευτεί κάθε λογής πράγμα. Λίγη εμπιστοσύνη, καλού ή κακού είδους ζήλια και, φυσικά, έρωτα. Ο έκτος όροφος της παλιάς εκείνης πολυκατοικίας ήταν όλος κατειλημμένος από την εταιρία και περιλάμβανε ξεχωριστά τμήματα για κάθε...εμπόρευμα.
 Έξω από την πόρτα που έγραφε "Έρωτας" ήταν στημένο ένα σαλονάκι αναμονής, θλιβερό σαν δωμάτιο ξενοδοχείου. Δύο άβολοι πράσινοι καναπέδες ήταν πιασμένοι από τους πισινούς ανυπόμονων πελατών κι ο Ευριπίδης, που είχε φτάσει τελευταίος, καθόταν ακριβώς δίπλα, σε μια εξίσου άβολη πολυθρόνα. Τα λεπτά περνούσαν αμήχανα και αργά για τους πέντε που περίμεναν. Ο Ευριπίδης χάζευε τους άλλους τέσσερις, την ταπετσαρία και την πινακίδα πάνω από την πόρτα που έλεγε "παρακαλώ ησυχία, θα έρθει και η σειρά σας". Προκειμένου να σπάσει τον πάγο και κυρίως τη σιωπή, ένας απ' τους άλλους τέσσερις, ο πιο αντιπαθής απ' όσο μπορούσε να προβλέψει ο Ευριπίδης, ξερόβηξε και είπε:
 - Έχω καιρό να ερωτευτώ και σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα. Ψάχνω για μια γεματούλα, με λίγο χιούμορ και οπωσδήποτε χωρίς στραβά δόντια! Εσείς;
 Οι υπόλοιποι κόντευαν να κοιμηθούν πριν αρχίσει ο τύπος να μιλάει και όταν τους απηύθυνε τον λόγο, προσπάθησαν να σκεφτούν κάποιαν απάντηση.
 - Εμένα δε μ' αρέσουν οι χοντρές. Θέλω λεπτή, έξυπνη και καλή στο κρεβάτι!
 - Εγώ, είπε ο τρίτος, δεν ενδιαφέρομαι για την εξωτερική εμφάνιση. Με νοιάζει να με αγαπάει και να 'ναι καλή νοικοκυρά. Ξέρετε τώρα, να κάνει και κανα καλό φαΐ...
 Ο πρώτος έδειξε να παραξενεύεται:
 - Μα, δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν αυτά με τον έρωτα. Μήπως ψάχνετε το τμήμα βολέματος; Είναι δεξιά και στο βάθος, είπε και έδειξε με το χέρι.
 Ο άλλος το σκέφτηκε για λίγο, κι έπειτα σηκώθηκε και βάδισε γρήγορα προς τα "δεξιά και στο βάθος" και δεν τους ξανααπασχολήσε μέχρι το τέλος της ιστορίας.
 Η συζήτηση είχε αποσυντονιστεί, μέχρι που ο τέταρτος από τους καναπεδοκαταληψίες μίλησε:
 - Εγώ παιδιά είμαι εδώ για να ξεχάσω...Είχα πρόσφατα έναν έρωτα που απέτυχε και σκέφτηκα πως ένας νέος θα με αναζωογονούσε.
 Είχαν πιάσει ωραία κουβεντούλα. Ο Ευριπίδης καθόταν σιωπηλός και τους άκουγε. Είχε κάπως μπερδευτεί.
 - Εσύ φίλε; Πώς κι από 'δω; αστειεύτηκε ο πρώτος, απευθυνόμενος στον Ευριπίδη.
 - Τι να σας πω ρε παιδιά...εγώ για την ψευδαίσθηση ήρθα.



 Το τέλος ενός έρωτα πολλές φορές σημαίνει μια καταστροφή. Όμως, η όμορφη ψευδαίσθηση μέχρι την καταστροφή αξίζει τον κόπο.

Η Μαρίνα, το λαμπατέρ και ο συναισθηματικός φασισμός

Το λαμπατέρ δίπλα στο κρεβάτι, από ένα τυχαίο σπρώξιμο κάποιου αγκώνα ίσως, στεκόταν εδώ και καμιά βδομάδα στο χείλος του κομοδίνου, λες και κοιτούσε δειλά την απόσταση ως το πάτωμα. Η μικρή Μαρίνα το 'χε προσέξει εδώ και μέρες και είχε περάσει ώρες σχεδιάζοντας την καταστροφή του. Ένα σπρώξιμο με τα μικροσκοπικά της δαχτυλάκια θα 'ταν αρκετό για να κάνει το λαμπατέρ κομματάκια, με έναν θόρυβο φαντασμαγορικό. Η ιδέα γέμιζε τη Μαρίνα με δέος, αλλά όχι με φόβο. Ήταν το είδος της ανατριχίλας που νιώθεις να σου γαργαλά την κοιλιά και να σου ανεβάζει λιγάκι τους σφυγμούς. Ναι, ήταν περίφημη ιδέα!
 Ήταν ένα σαββατιάτικο απόγευμα λοιπόν, όταν έτυχε να λείπουν οι γονείς της από το σπίτι και η Μαρίνα ήξερε πως είχε έρθει η στιγμή. Πήρε θέση καθισμένη στα γόνατα πάνω στο κρεβάτι των γονιών της κι ετοιμάστηκε για ένα σόου λίγων δευτερολέπτων που θα της προσέφερε αυτού του είδους την αδρεναλίνη που προσφέρει μια καλή σκανταλιά σε ένα γνήσιο κωλόπαιδο. Άγγιξε με τα δυο της χέρια το λαμπατέρ και μετά από ένα αργό ψηλάφισμα το απογείωσε στον ουρανό του δωματίου μέχρι που αυτό επέστρεψε στο έδαφος, χωρίς καμία ελπίδα επιβίωσης. Ο πάταγος ήταν τέλειος, κομματάκια πετάχτηκαν παντού και το καλώδιο-φίδι σωριάστηκε κι αυτό στη μοκέτα τελείως ψόφιο. Η Μαρίνα ήταν πλήρως ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα και δεν ένιωθε την παραμικρή  ενοχή. Μόνο που αυτό δεν της φαινόταν κανονικό. Το μικρό της μυαλουδάκι προβληματίστηκε για λίγο με αυτό το παράδοξο κι έπειτα ηρέμησε, όταν η Μαρίνα βρήκε τη λύση.
 Πήγε στην κουζίνα και πήρε ένα κρεμμύδι. Μετά, πήρε το κοφτερό μαχαίρι από το συρτάρι κι έκοψε το κρεμμύδι στα δύο. Δε χρειάστηκε τίποτα παραπάνω: Τα μάτια της Μαρίνας ανταποκρίθηκαν στις οσμές του κρεμμυδιού κι έστειλαν καυτά δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά της. Ορίστε, τώρα όλα ήταν κανονικά.

Σάπιο πορτοκαλάκι

Σήμερα, στη λαϊκή, αργά το μεσημέρι σημειώθηκε το εξής περιστατικό:
 Ένας κύριος λεπτοκαμωμένος, με γυαλάκια, πέρασε ανάμεσα στους διάφορους πάγκους και στάθηκε μπροστά στον πάγκο με τα πορτοκάλια. Το καφάσι ήταν άδειο, αν εξαιρέσει κανείς ένα μίζερο ζαρωμένο πορτοκαλάκι που μούχλιαζε αργά αργά ακουμπώντας στη μια πλευρά του καφασιού. Η εικόνα φάνηκε να σοκάρει τον γυαλάκια, που έμεινε να κοιτάει το θέαμα αυτό μπόλικη ώρα. Είχε φτάσει απόγευμα πια. Ο κόσμος είχε λιγοστέψει τόσο, που ο γυαλάκιας δεν περνούσε πλέον απαρατήρητος. Το πορτοκαλάκι έμοιαζε να τον προβληματίζει πολύ. Δυσανασχετώντας που έπρεπε να λειτουργήσει σαν υπάλληλος σε κατάστημα με ρούχα, ο μανάβης πήγε κοντά του και τον ρώτησε:
- Να βοηθήσω;
- Νομίζω θα πάρω αυτό, είπε ο τύπος δείχνοντας το σάπιο πορτοκάλι, λες και είχε πάρει μια απόφαση ζωής.
 Ο χοντρός χωριάταρος (που εκτός αυτών καμιά φορά του αποδιδόταν και ο τίτλος του μανάβη) το πέταξε σε μια σακούλα και του το 'δωσε. Την ώρα που έφευγε, το παλικαράκι που δούλευε στο μανάβικο για ένα χαρτζιλίκι της κακιάς ώρας και είχε παρακολουθήσει τον άντρα με τα γυαλιά τα τελευταία λεπτά, τον σταμάτησε και τον ρώτησε:
- Με συγχωρείτε, αλλά, αν μου επιτρέπετε, γιατί πήρατε τούτο 'δω το σάπιο πορτοκάλι;
- Ξες, είπε ο γυαλάκιας με ύφος αμφιλεγόμενο και προβληματισμένο, το σκέφτηκα πολύ και κατέληξα πως, από το να μην έχω καθόλου πορτοκάλια, προτιμώ να έχω ένα σάπιο.

Άλλη πιθανή απάντηση

Στολίστηκε όσο περισσότερο μπορούσε. Ήθελε να είναι ωραίος, να μη φαίνεται πως είναι άρρωστος. Γιατί περί αρρώστιας πρόκειται. Ακόμα και μέσα στο φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, το καλοφτιαγμένο παντελόνι και τα παπούτσια, ένιωθε κατά κάποιο τρόπο αρρωστημένος. Αδυνατισμένος και ωχρός, μέσα στο πουκάμισο φαινόταν σαν σκιάχτρο. Καμία σχέση με τον παλιό καλό καιρό. Και όλους τους προηγούμενους παλιούς καλούς καιρούς. Της το ζήτησε κι αυτή διστακτικά το δέχτηκε. Να βρεθούν για λίγο. Μέσα στην αδυναμία του βρήκε τη δύναμη και το θάρρος να τη ζητήσει πίσω. Ήξερε πως ήταν λάθος αλλά το ήθελε τόσο! Έβαλε λοιπόν το σιδερωμένο πουκάμισο, το καλοφτιαγμένο παντελόνι και καθαρά παπούτσια. Βούρτσισε τα δόντια του και χτενίστηκε. Δεν τα συνήθιζε όλα αυτά τώρα τελευταία, τότε όμως έτσι ήταν, κι αυτή έτσι τον αγαπούσε. Σ' αυτό πόνταρε. Περπατώντας προς το σημείο συνάντησης, έκοψε ένα λουλούδι και αγόρασε μια μικρή σοκολάτα. Έπρεπε να πάνε όλα τέλεια.
 Και πήγαν. Της έδωσε το λουλούδι και φάγανε τη σοκολάτα. Έπειτα, τα λόγια βγήκαν χείμαρρος από το στόμα του. Της είπε για τον έρωτα, το παρελθόν, το πιθανό μέλλον. Ήταν συγκινημένος και συγκινητικός. Εκείνη χάρηκε που τον είδε. Δεν ήταν καλά και δυσκολευόταν να το κρύψει. Τον άκουσε συγκινημένη και όταν αυτός τελείωσε, του απάντησε:
 " Όχι".

Μπαλκόνι

 - Έχεις σκεφτεί ποτέ οτι κάποια παραμύθια που μοιάζουν να 'χουν τελειώσει, απλά έχουν σταματήσει να γράφονται;
 - Δεν ξέρω ρε φίλε..., απάντησε σκεπτικός και μετά από μια μικρή παύση, πρόσθεσε: Αυτό που ξέρω είναι πως αυτές οι σοφιστίες β' διαλογής σε συνδυασμό με το κρύο με σκοτώνουν!
 Γέμισε και τα δύο ποτήρια, τσούγκρισαν κι έπειτα συνέχισαν να χαζεύουν την ομίχλη να καταπίνει το βουνό απέναντι.

Παράκληση προς τον εαυτό μου

Ξέρω οτι έχεις την τάση να με ξεπερνάς συνέχεια, αλλά -σε παρακαλώ- μη με ξεχάσεις τελείως.

"Επιτέλους βρήκα τρόπο να σου μεταφέρω όλες μου τις σκέψεις"

 Το παιδί του courier χτύπησε την πόρτα και της είπε πως το τετράγωνο κουτί που κρατούσε στα χέρια του προοριζόταν για εκείνη. Η Τζάνις χάρηκε - σε ποιόν δεν αρέσουν οι εκπλήξεις; Υπέγραψε στο σημείο που της έδειξε το παιδί και του 'κλεισε την πόρτα στα μούτρα, σκοτώνοντας έτσι όποια ελπίδα είχε για φιλοδώρημα. Είχε τα μάτια της καρφωμένα στο δέμα, με λαχτάρα μικρού παιδιού λίγο πριν φάει παγωτό. Χωρίς να κουνηθεί από το χωλ, έσκισε το περιτύλιγμα, άνοιξε το κουτί και αμέσως τσίριξε από τη φρίκη και την αηδία που την κατέλαβαν.
  Μέσα στο κουτί βρισκόταν ένας ανθρώπινος εγκέφαλος!

Επιβίωση

Ο Αντώνης άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του μετά από έναν ύπνο πολλών χρόνων. Τα βλέφαρά του έμοιαζαν βαριά και το πρόσωπό του βρώμικο. Όταν ανασηκώθηκε σιγουρεύτηκε αυτό που τον προβλημάτιζε και μέσα στον ύπνο του, πως δηλαδή αυτό δεν ήταν το κρεβάτι του. Καταρχάς, στο κρεβάτι του ποτέ δεν κοιμόταν με τα ρούχα της δουλειάς. Ακόμα και η γραβάτα του βρισκόταν τώρα στη θέση της, σφιγμένη στο λαιμό του. Όταν αποφάσισε να αφήσει τούτο το μυστήριο άλυτο, προσπάθησε να καταλάβει τουλάχιστον πού στο καλό βρισκόταν. Στην κίνησή του να ανασηκωθεί, πετραδάκια γρατζούνισαν τις παλάμες του και τώρα έβλεπε πως στα μαύρα πρώην γυαλισμένα παπούτσια του είχαν κολλήσει λάσπες, που ξεραίνονταν και λέκιαζαν και τις άκρες του σιδερωμένου του παντελονιού. Τέλος, ένα χορταράκι είχε χωθεί μέσα από τον γιακά του πουκαμίσου του και τον γαργαλούσε ανατριχιαστικά στον σβέρκο.
 Ναι λοιπόν, δε χωρούσε αμφιβολία, βρισκόταν σε ένα χωράφι. Ένα χωράφι τόσο ξένο γι’ αυτόν μα και τόσο απέραντο, που στα υπαλληλίστικα μάτια του θα μπορούσε να απεικονίζει την αιωνιότητα.  Πραγματικά, η καλλιεργήσιμη έκταση χανόταν πέρα από ‘κει που έφτανε το μάτι του. Το ταπεινό του ρολόι με το δερμάτινο λουράκι το έλεγε πως ήταν μεσημέρι, μα δε θα αργούσε να το καταλάβει έτσι κι αλλιώς με τόσο ιδρώτα που κατέβαζε. Το σοκ τον έκανε να μην είναι σίγουρος, μα πίστευε πως ήταν καλοκαίρι. Έτσι φαινόταν. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και καθώς ανακούφιζε με ένα τέντωμα την από χρόνια καταπονημένη μέση του, κλώτσησε με το πόδι του τον χαρτοφύλακά του. Μέσα σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου, δεν του φαινόταν καθόλου περίεργο που ο χαρτοφύλακάς του τον είχε ακολουθήσει εδώ. Δεν τον αποχωριζόταν και ποτέ Περιεργάστηκε λίγο ακόμα τον χώρο και τα μάτια του έπεσαν πάνω σε ένα τερατώδες μηχάνημα που είχε μια μικρή καμπίνα και τέσσερις ρόδες, οι δύο εκ των οποίων έφταναν σχεδόν το δικό του ύψος. Ο τρόμος του μετριάστηκε κάπως όταν έφτασε πιο κοντά του και συνειδητοποίησε πως το τέρας αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τρακτέρ. Όχι πως ήξερε και τίποτα για τα τρακτέρ, μα ήξερε να αναγνωρίζει ένα όταν αυτό πεταγόταν μπροστά του, χαζός δεν ήταν. Στη μια πίσω ρόδα του τρακτέρ ήταν ακουμπισμένη μια τσάπα και μια τσουγκράνα. Στο έδαφος, δίπλα σ’ αυτά υπήρχε ένα μεγάλο ποτιστήρι κι ένας κουβάς σκεπασμένος με μια πετσέτα. Όλα αυτά φαίνονταν πολύ περίεργα στον Πάτρικ και κατέληγαν να είναι εξοργιστικά! Τι ήταν τέλος πάντων αυτό το μέρος κι αυτός πώς βρέθηκε εκεί; Τι είδους κακόγουστη φάρσα ήταν όλο αυτό; Απαιτούσε μιαν εξήγηση αμέσως! Εκτός των άλλων, τον είχε πιάσει και μια έντονη πείνα. Έβγαλε το σακάκι, που ήταν βάσανο με τόση ζέστη, και με μια βιαστική απόφαση κατεύθυνσης ξεκίνησε να περπατάει.
 Τα παπούτσια του ήταν πλέον ολόκληρα λερωμένα από λάσπες όταν ο μεσημεριανός ήλιος, που του ‘καιγε το κούτελο και τα χέρια, τον ανάγκασε να αναθεωρήσει το σχέδιο απόδρασης απ’ αυτό το χωράφι που έμοιαζε αχανές. Εκνευρισμένος, ιδρωμένος, εξαντλημένος και φοβερά πεινασμένος, επέστρεψε στη λιγοστή σκιά που προσέφερε το τρακτέρ και έκατσε πάνω σε μια κοτρόνα. Με τα μπατζάκια και τα μανίκια σηκωμένα, καθόταν και σκεφτόταν τι θα ‘κανε. Σε τελική ανάλυση, δε μπορούσε να μείνει και για πολύ ακόμα εκεί. Κάπως έπρεπε να επιβιώσει. Με μια κίνηση αποκάλυψε το περιεχόμενο του κουβά. Δεν παραξενεύτηκε όταν είδε κάτι όσο μυστήριο όσο και όλα τ’ άλλα σ’ αυτό το χαζό όνειρο, που η ώρα που περνούσε και η νεκρική σιγή που επικρατούσε από την ώρα που ξύπνησε το μετέτρεπαν σε εφιάλτη. Μέσα στον κουβά υπήρχαν μερικές εκατοντάδες σπόροι. Ο Αντώνης έχωσε το χέρι του στον κουβά και πήρε έναν σπόρο. Τον περιεργάστηκε με τα μάτια και τα δάχτυλα κι έπειτα, με πολύ θάρρος, τον έβαλε στο στόμα του. Δάγκωσε δυνατά και ένα ανησυχητικό κρακ ακούστηκε. Κατάπιε με αηδία και με έναν αναστεναγμό πήρε μερικούς ακόμα σπόρους στη χούφτα του. Αποφάσισε πως μέχρι να βρει τρόπο να επιστρέψει στον πολιτισμό, θα έπρεπε να μείνει σ’ αυτόν τον ξένο πλανήτη και να τραφεί με σπόρους.

Περί ανασφαλειών

Θα ξεκινούσα να γράψω κάτι για το πόσο είμαστε σκλάβοι των ανασφαλειών μας, αλλά στη λέξη "σκλάβος" υποννοείται μια πιθανότητα απελευθέρωσης.

Μια συνηθισμένη μέρα για τον Παντελή

Ο Παντελής μπήκε στο σπίτι του και με μηχανικές κινήσεις κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο. Τι κουραστική μέρα! Πολλή δουλειά κι εκτός αυτού, άνθρωποι. Του φαίνονται όλοι ίδιοι. Με το λίγο που έχει ασχοληθεί, δεν τους έχει καταλάβει. Περπάτησε στον λευκό άδειο διάδρομο μέχρι το μπάνιο και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Έγειρε το κεφάλι ελαφρά προς τα μπρος και με τα δυο του χέρια ψηλάφισε τους κροτάφους του για να βρει τις δύο ασφάλειες. Με ένα κλικ, το πάνω μέρος του κεφαλιού του άνοιξε κι αυτός με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε τον εγκέφαλό του και τον τοποθέτησε στη θήκη του, δίπλα στη χτένα και την οδοντόβουρτσα. Με τη μικρή ζαλάδα που προσφέρει κάθε φορά αυτή η διαδικασία, ο Παντελής κινήθηκε πάλι από το διάδρομο, στο σαλόνι. Παραμέρισε το γυάλινο τραπεζάκι κι έκατσε στον καναπέ με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα και βλέμμα απλανές. Στις 9 θα βρισκόταν με τους φίλους του. Ως τότε θα έβλεπε τηλεόραση.

Σημειώσεις για μια αγάπη που 'φυγε

Χτυπάει το τηλέφωνο και δεν είσαι εσύ.
Το γράμμα που βρίσκω στο γραμματοκιβώτιο δεν είναι από 'σένα.
Χτυπάει το κουδούνι και σκέφτομαι μήπως...αλλά δεν είσαι εσύ.
Παίρνουν με απόκρυψη και δεν υπάρχει πια λόγος να νομίζω πως είσαι εσύ.
Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως πρέπει να αρχίσουν να μου φαίνονται πιο φυσιολογικά όλα αυτά,
τώρα που δεν υπάρχεις πια;

Θαμώνες

- Ρε παιδιά...αυτός δεν πέρασε και πριν;
- Α ναι, έχει πολύ ώρα...
- Καλά, ακόμα έξω είναι; Τι κάνει τόσες ώρες;
Γέλασαν σαρκαστικά, με τον τρόπο που γελάνε μόνο οι παντογνώστες ή οι απλοί εξυπνάκηδες.
 Πέρασαν τα επόμενα δευτερόλεπτα ρουφώντας ό,τι είχε απομείνει από τον καφέ τους και χαζεύοντας για χιλιοστή φορά τους τίτλους της εφημερίδας. Αυτοί τι κάνουν τόσες ώρες; αναρωτιούνται όλοι τους σιωπηλά, μ' έναν τρόπο ενοχικό. Έχει νυχτώσει και όσοι άνθρωποι έτυχε να μπουν για να πιούν έναν καφέ, έχουν φύγει από ώρα. Η σιωπή που δημιουργούν οι σκέψεις τους σχετικά με τη μάταιή τους καθημερινότητα διακόπτεται μόνο από τον ήχο της τράπουλας που ανακατεύεται, που μετά από λίγο σταματάει κι αυτός:
- Κόψε.

Το τέλος της αθωότητας

Οι κολώνες που μας στήριζαν, αυτές που υπήρχαν εκεί για 'μας κι αυτές που χτίσαμε με κόπο, τώρα πέφτουν.
Τώρα θα δούμε αν θα πετάξουμε ή αν θα πέσουμε.
Τώρα οι αλήθειες είναι σε πρώτο πλάνο.
Τώρα οι πανοπλίες διαπερνούνται πιο εύκολα και το μέλλον είναι στην επόμενη στροφή, όχι απλά κάπου παρακάτω στο δρόμο μας.
Τώρα ανατέλει το αναπόφευκτο και στο μυαλό μας γεννάται η νοσταλγία, η ανασφάλεια και η ματαιότητα.
Τώρα, τελειώνει αυτή η εισαγωγή που μας κρατούσε ανυποψίαστους για τη συνέχεια του έργου. Τίποτα δε θα 'ναι το ίδιο.
Αλλά δεν υπάρχει η δεύτερη επιλογή, θα πετάξουμε.