Η δίψα και η απληστία του υπερδέκτη

Να φτιάξω.
Θέλω να φτιάξω. Πρέπει να φτιάξω.
Πρέπει να φτιάξω κάτι.

Πρέπει να δημιουργήσω.

Να δω.
Θέλω να δω κι άλλα.
Κι άλλες εικόνες,
κι άλλα τραγούδια.

Θα κρατηθώ,
δε θα πιώ άλλο
γιατί είναι ωραία
αλλά με μεθάει και μετά

δε μπορώ να φτιάξω άλλο.
Θέλω να φτιάξω.
Να γράψω.
Να μεταφέρω.
Να στύψω το μυαλό μου μέσα σε ένα ψηφιακό ή χειρόγραφο χωνί
και να βγει κάτι.

Είναι πάντα κάτι μαγικό.
Θέλω να βγαίνει κάτι.
Κάθε τόσο.
Συχνά.

Δε θα κοιμηθώ. Δώστε μου κι άλλες εικόνες
να δω.
Αφήστε με να κατεβάσω κι άλλα,
λίγα ακόμα τραγούδια
να ακούσω.

Να αφουγκραστώ.
Δε γίνεται αυτό στον ύπνο.

Νυστάζω.
Δε θα κοιμηθώ.
 Δώστε μου κι άλλο.

Το άκαρδο κέικ και η λακωνική γριά

 Βγαίνω αγουροξυπνημένος στο τσουχτερό κρύο. "Καλημέρα!" λέω στη γιαγιά που κάθεται όπως πάντα έξω από την πόρτα του σπιτιού της. "Ναι." μου απαντάει. Την αγνοώ και προχωράω.
 Μασουλάω ένα κομμάτι κέικ με σοκολάτα και είναι το μόνο μου γεύμα για τη μέρα, που ξεκινάει καθυστερημένα. Εκεί που περπατάω, σπάει το κέικ στα δύο και πέφτει το μισό στο πεζοδρόμιο. Με τη σοκολάτα του να σχηματίζει ένα σαδιστικό χαμόγελο, ξαπλώνει εκεί και με κοιτάζει κοροϊδευτικά. Στέκομαι και το κοιτάζω κι εγώ, εντελώς ψυχρός. "Ε, λοιπόν" του λέω, "δεν έχω τίποτα να σου πω. Μη με κοιτάς έτσι, σου λέω δεν έχω τίποτα να πω. Μόνο σκατά, σκατά, σκατά!".
 Δεν περιμένω απάντηση, το προσπερνάω δήθεν αδιάφορα. Τη στιγμή που το πατάω και πριν αυτό πεθάνει, προλαβαίνει να διαλυθεί σε μικρά ψίχουλα, κάνοντάς με να γλιστρήσω. "Ε, γαμώ το Χριστό σου!" του φωνάζω και το ξαναπατάω με μίσος. Συνειδητοποιώ πως η γριά γειτόνισσα έχει παρακολουθήσει όλο το σκηνικό και γυρνάω να την κοιτάξω.
"Καλή μέρα, ε;" μου λέει, σαφώς πιο ευδιάθετη από πριν.
"Ναι." της απαντάω και προχωράω.