Αναρωτιέμαι

Δύο πράγματα. Πρώτον τι να κάνεις και δεύτερον γιατί θέλω να ξέρω το πρώτο.

Το ρολόι που 'θελε να δείχνει καλοκαίρι

 Από το καλοκαίρι ακόμα, το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας έχει απομείνει να δείχνει μια ώρα μπροστά. Μετά από τόσους μήνες, δε μπορώ να πω πως από βαρεμάρα δεν τ’ αλλάζω. Αυτό ίσως να ίσχυε τις πρώτες μέρες απ’ όταν χειμώνιασε κι άλλαξε η ώρα.
 Ένα βράδυ καθόμουν και το κοιτούσα. Έδειχε περίπου τρεις κι ήταν ακόμη νωρίς. Σε λίγο, σκέφτηκα, δε θα χρειάζεται να το γυρίσω. Τόσο καιρό τ’ αφήνω. Σε λίγο ο χειμώνας θα περάσει, ο χρόνος θα έρθει και θα συντονιστεί. Θα τρέχει πάλι μαζί με το ρολόι της κουζίνας. Όλα θα δουλεύουν, θα κυλάνε σωστά. Ο παγωμένος χρόνος του χειμώνα θα ρέει πάλι κανονικά. Ευνοϊκά ίσως. Ίσως σαν καλοκαίρι.

Συναισθηματικός αφυγραντήρας

 Ξύπνησα και κρύωνα. Κόντευε καλοκαίρι κι εγώ κρύωνα από την υγρασία. Τόση πολλή και τόσο πηχτή που ξυπνάω και τη νιώθω μέσα μου και θέλω να πάω στην τουαλέτα να ξεράσω για να φύγει, αλλά δεν έχει νόημα γιατί δεν είναι στο στομάχι μου, είναι στα κόκκαλά μου μέσα. Σηκώθηκα τρίζοντας σα γέρος και σύρθηκα ως τον καναπέ. Έκατσα για λίγο εκεί, αφαιρώντας τσίμπλες και προσπαθώντας να ξυπνήσω. Σκέφτηκα πως αν ερχόσουν ποτέ ξανά στη μικρή μου σπηλιά, θα ρουφούσες όλη την υγρασία. Η ατμόσφαιρα θα ελάφραινε και πάλι. Μετά συνειδητοποίησα πόσο θλιβερό κι απαίσιο είναι να σε βλέπω σαν αφυγραντήρα. Τον προσωπικό μου συναισθηματικό αφυγραντήρα. Μα ήδη, στον απόηχο αυτή της σκέψης, πληκτρολογούσα ξανά τον αριθμό σου.