Άλλες φορές τον ξεχνάω μισό, άλλες φορές ούτε που τον αρχίζω. Τον καφέ λέω. Κάθομαι απλά και ρεμβάζω. Μ’ ήλιο, με βροχή, εγώ κάθομαι, κοιτάω έξω απ’ το τζάμι και συλλογιέμαι. «Τι συλλογιέσαι μωρέ Μιχάλη;» θα μου πεις. Ίδια η Νίτσα κι εσύ! Τι να συλλογιέμαι ρε παιδιά; Ο άνθρωπος τι συλλογάται όταν κάθεται στον καμπινέ; Ή όταν περιμένει τον ανελκυστήρα; Όταν ψήνει τον καφέ ή όταν βαδίζει στο πεζοδρόμιο; Αυτόνα τον ρωτάτε μωρέ παιδιά τι συλλογάται; Για μόνο εμένα πιάσατ’ απ’ τα μούτρα; Εμένα και τους χασομέριδες, τους υπόλοιπους. Τους άλλους εδώ στον καφενέ, που κάθονται σαν εμένα και κοιτάνε παράθυρα, ταβάνια, εφημερίδες, περαστικούς, περαστικές...΄Κατι το ανθυγιεινό έχει αυτή η ρέμβη η ατελείωτη, δε λέω... Όμως δε μας παρατάτε μωρέ;! Κοτζάμ γέροι γέναμε κι ακόμα αναφορά θα δίνουμε;
Θα σου πω τι μου θυμίζουμε. Όχι, θα σου πω γιατί με προκάλεσες τώρα. Τους «Μοιραίους» τους ξες; Του Βάρναλη... Ωπα κουλτούρα θα πεις τώρα, ο γέρος! Καλά, μη φανταστείς πως στο χωριό την κατεβάζουμε την ποίηση μαζί με το φαΐ και τον καφέ. Μονάχα αυτό μ’ έμεινε στο μυαλό, γιατί θυμάμαι μια μέρα τα ‘χα συνδέσει. Τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, με ‘μας, τους χασομέριδες του «Διογένη». Πώς τους ήρθε τώρα και το βγάλανε το καφενείο «Διογένη», ένας θεός ξέρει! Μ’ αρέσει πάντως... Μου θυμίζει εκείνη τη λέσχη. Τη λέσχη «Διογένης», ντε! Καλά, ούτε αυτό το ξες; Τι σας βάζουν να μαθαίνετε δηλαδή; Κανα βιβλίο σοβαρό δε σας δίνουνε; Άκου να στο πω κι αυτό. Η λέσχη «Διογένης» δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ. Ένας συγγραφέας την εφηύρε! Μαζεύονταν, λέει, εκεί πέρα πολλοί μαζί, λέσχη σου λέω, κανονική. Μόνο που σ’ αυτή τη λέσχη, απαγορευότανε να βγάλεις άχνα. Ούτε κουβεντούλα, ούτε τίποτα. Μη στα πολυαναλύω, πήρες μια εικόνα.
Μωρέ μπράβο, θα λες, δες τονα το γέρο. Που τα ‘μαθες ρε γέρο τα ποίματα και τα μυθιστορήματα; Στο περίπτερο; Κι εγώ θα σου πω: Ιδέα δεν έχεις πώς είναι να ‘χεις περίπτερο. Άλλος κόσμος, στο λέω. Κλεισμένος σ’ ένα τετραγωνικό όλη μέρα, έχεις χρόνο να μετρήσεις μέχρι το άπειρο και ξανά απ’ την αρχή! Σε τρομάζει, ε; Εγώ το λάτρευα. Ξυπνούσα πρωί-πρωί μόνο για να ‘μαι εκεί. Μέσα στο περίπτερο-οχυρό μου, με τις τσίχλες και τα τσιγάρα. Αχ... Μεγάλο καημό το ‘χω το περιπτεράκι μου. Ο θεός ξέρει τι καημό το ‘χω! Μετά από τριανταπέντε χρόνια σταμάτησα και το ‘δωσα στο γιο μου. Εγώ είχα ασπρίσει κι αυτός ήταν με την πρέζα. Τριάντα χρονών γομάρι ήτανε τότες κι έτρεχε με τα χασίσια και τις σκόνες και τα κι εγώ δεν ξέρω ποια... Ουτ’ ήθελα να ξέρω. Ποτέ δεν ήθελα να ξέρω. Μόνο μια μέρα κατάλαβα, που ΄ρθε χεσμένος και κλαμένος σπίτι και με ‘λεγε «βοήθα με, ρε μπαμπά, θα με πεθάνει αυτό το πράμα». Τριάντα χρονών και να σε λέει «μπαμπά» και να κλαίει, ε δε το μπορούσα. Την άλλη μέρα του λέω «σήκω, πάμε μαζί στο περίπτερο», «Γιατί;» μου λέει, «από σήμερα θα το δουλεύεις εσύ» του λέω. Κατάλαβες; Τον έβαλα το γιο μου σε ένα τετραγωνικό μέτρο φυλακή, να το σώσω μην πεθάνει. Άντε πες μου τώρα αν έκανα καλά για κακά. Κι εγώ που το λαχταρώ το περιπτεράκι μου, δε μιλάω. Να ‘ναι καλά ο Γιωργάκης μου ο αχαΐρευτος, να ‘ναι καλά και η Νίτσα μου, που θα πα’ να τη βρω σε λίγα χρόνια.
Γι’ αυτό σου λέω, Βάρναλης. Διάβασε το Βάρναλη και θα δεις. Θα δεις πώς είμαστε εδώ πέρα εμείς οι χασομέριδες, στη δική μας λέσχη «Διογένης», με τις σιωπές μας και τη ρέμβη μας. Και μη το διαβάσεις και μου πεις μετά «Εντάξει ρε γέρο, αλλά γιατί δεν κάνεις κάτι πιο εποικοδομητικό;», γιατί αυτή η λέξη είναι γελοία. Άμα δεις το γιοο σου να χέζεται στα παντελόνια του και την αγάπη σου να σβήνει απ’ την αρρώστια, θα σκεφτείς κι εσύ πως τίποτα δε θα μπορούσε να ‘ναι «εποικοδομητικό».
Είμαστε όμως χασομέριδες, έχεις δίκιο, το ξέρω. Άλλωστε και μόνος μου δεν το ‘πα; Έναν έναν να τους το πεις, μόνο απ’ εγωισμό θα στ’ αρνηθούν. Έννοια σου κι έχουν όλοι εδώ μέσα να σου που ιστορίες τελείως...μη εποικοδομητικές.
Οπότε ρεμβάζουμε. Μέχρι να τελειώσει ο καφές μας και, αν έξω βρέχει, ή αν απλά χρειαζόμαστε λιγάκι ακόμα, παραγγέλνουμε κι άλλον και τον ξεχνάμε να κρυώνει κι αυτός, όπως ο προηγούμενος.
Θα σου εξηγήσω τώρα για τους «χασομέριδες». Θα σου πω αυτό και τέλος γιατί πρώτον οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ και θα μας πάρει μέχρι το βράδυ και δεύτερον γιατί η ρέμβη δεν κάνει να διακόπτεται. Στις τελευταίες εκλογές είχαμε όλοι ψηφίσει από νωρίς και μετά ήρθαμε στο καφενείο και χαζεύαμε απ’ το τζάμι τον κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει στο σχολείο, να δώσει την ψήφο. Κάποια στιγμή βγαίνει από μέσα ένα παλικαράκι κι αρχίζει και φωνάζει. Να θυμώνει, να βρίζει και να διαμαρτύρεται για το σύστημα. Ξες, «γαμώ την κοινωνία μου» και τέτοια κατέβαζε. Γυρνούσε φουριόζος γύρω-γύρω την πλατεία και φώναζε. Ήτανε σου λέω εκτός εαυτού. Περνούσε μια κυρία, τα έψελνε σε ‘κεινη. Περνούσε μετά ένας ταλαίπωρος με το σκύλο του, τ’ άκουγε κι αυτός. Μέχρι που να σου, φτάνει έξω απ’ το καφενείο και καταλαβαίνει πως έχει γίνει, να το πούμε, θέαμα. Παγώνει για λίγο και μας κοιτάει που τον κοιτάμε πίσω απ’ τη τζαμαρία. Άνετοι εμείς, σου λέει τι θα μας κάνει. Έχουμε μια αίσθηση ασφάλειας στον καφενέ. Σαν το περίπτερο...περίπου. Μας κοιτάει που λες και μετά από λίγο μπλαβίζει το μούτρο του απ’ το θυμό και μας φωνάζει: «Κι εσείς τι κοιτάτε ρε γερόντια; Ε; Καλά θαρρείτε τα καταφέρατε εσείς; Που ‘στε όλη μέρα εδώ και ρουφάτε τον καφέ;! Ένα μάτσο χασομέριδες είστε ρε!». Και σηκώθηκε κι έφυγε.
Δεν ξέρω τι έπαθε το παλικάρι εκείνη τη μέρα, πάντως τέτοια κόκκινα μάγουλα και τόσο τεντωμένη τη φλέβα στον κρόταφο, πρώτη φορά βλέπω. Δεν ξέρω, αλήθεια. Μπορεί να του ‘ρθε άσχημα τότε στις εκλογές αυτή η κωλοκατάσταση και αυτό το κωλοσύστημα, σ’ αυτή την κωλοχώρα, δεν ξέρω. Μήτε με νοιάζει εδώ που τα λέμε. Αλλά η φράση του μου ‘μεινε. «Ένα μάτσο χασομέριδες»...
Σου λέω, διάβασε τους «Μοιραίους» του Βάρναλη και θα πάρεις μια ιδέα. Δε λέω οτι είναι το ίδιο φυσικά. Εκείνο είναι αριστούργημα, ενώ εμείς...άσ’το καλύτερα.