Ταξί

 Στο τσακ το πρόλαβε το ταξί ο κύριος Σπύρος. Μεσημεριάτικα βόλτα στην αγορά, το 'ξερε πως δεν ήταν καλή ιδέα. Έφυγε και το αστικό πριν δυο λεπτά και τώρα είχε να μπλέκει και με τους ταρίφες. Άνοιξε πόρτα, έσκυψε, μπήκε με τον κώλο, έκατσε και έκλεισε την πόρτα με αξιοθαύμαστη ταχύτητα, κι όλα αυτά όσο ο ταξιτζής άναβε τη μηχανή για να φύγει απ' την πιάτσα.
 Όσο ο κυρ Σπύρος έβαζε τη ζώνη του, τακούνια ακούστηκαν στο πεζοδρόμιο κι ένα χέρι άνοιξε την πίσω πόρτα του ταξί. Μια κυρία που κρατούσε αναρίθμητες σακούλες με ψώνια πήγε να μπει μέσα κι εκεί ήταν που ο ταξιτζής τα πήρε άσχημα: "Πού πάτε κυρία μου; Δε βλέπετε πως είμαι κατειλημμένος; Πώς μπαίνετε έτσι μέσα; Ποια νομίζετε πως είστε;". Η κυρία με τις σακούλες σάστισε. "Μα..." πήγε να ψελλίσει, αλλά ο ταξιτζής την έκοψε, είχε ρέντα. "Δεν έχει μα και μου, σας παρακαλώ πολύ να κατεβείτε αμέσως. Ο κύριος μπήκε πρώτος κι αυτόν είμαι υποχρεωμένος να εξυπηρετήσω. Και τέλος πάντων δικό μου είναι το ταξί, εγώ λέω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Βγείτε έξω!".
 Η κυρία είχε μείνει πραγματικά άναυδη. Σύρθηκε έξω απ' το ταξί παίρνοντας μαζί και τις σακούλες της. Ο ταξιτζής έβαλε μπρος και ξεκίνησε. "Ανάγωγοι άνθρωποι, κύριε μου. Αυτοί την έχουν καταντήσει έτσι την Ελλαδίτσα μας. Αυτή τώρα, που ήθελε να αποκαλείται και κυρία, ήταν τρομερά αγενής και αναιδής, δε νομίζετε;". Κι ο κυρ Σπύρος που παρακολουθούσε τόση ώρα σιωπηλός, λέει: "Έχετε απόλυτο δίκιο. Τι να πω κι εγώ που την παντρεύτηκα;".