Ο θείος

Η μάνα μπήκε στο σπίτι κι ακούμπησε στο τραπέζι την τσάντα της και μια σακούλα. Φαινόταν κουρασμένη και είχε ιδρώσει. Σκούπισε το μέτωπό της και ψαχούλεψε να βρει το πακέτο με τα τσιγάρα. Κάτι είχε ψωνίσει από το ζαχαροπλαστείο πριν ανέβει σπίτι.
- Τι πήρες, τη ρωτάω, γλυκά;
- Και γλυκά και αλμυρά. Έτσι, για τον θείο.
- Γιατί, τι έκανε;
- Ο θείος πέθανε χθες.
Μου το 'πε αυτό καθώς βολευόταν στη σκευρωμένη πολυθρόνα της. Εγώ χαμήλωσα την ένταση της τηλεόρασης και γύρισα προς το μέρος της.
- Πώς νιώθεις;
- Ε στεναχωρήθηκα, αλλά 'ντάξει μωρέ, τώρα στα τελευταία του ήταν χάλια ο καημένος.
- Καλά, εξήντα χρονών δεν είναι ο θείος;
- Σχεδόν εβδομήντα.
- Και τι θα γίνει τώρα;
- Δεν ξέρω, θα δούμε.
Το βράδυ μας έπιασε με τον πατέρα μια λιγούρα και τα τσακίσαμε όλα, και τα γλυκά και τ' αλμυρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου