Η Μαρίνα, το λαμπατέρ και ο συναισθηματικός φασισμός

Το λαμπατέρ δίπλα στο κρεβάτι, από ένα τυχαίο σπρώξιμο κάποιου αγκώνα ίσως, στεκόταν εδώ και καμιά βδομάδα στο χείλος του κομοδίνου, λες και κοιτούσε δειλά την απόσταση ως το πάτωμα. Η μικρή Μαρίνα το 'χε προσέξει εδώ και μέρες και είχε περάσει ώρες σχεδιάζοντας την καταστροφή του. Ένα σπρώξιμο με τα μικροσκοπικά της δαχτυλάκια θα 'ταν αρκετό για να κάνει το λαμπατέρ κομματάκια, με έναν θόρυβο φαντασμαγορικό. Η ιδέα γέμιζε τη Μαρίνα με δέος, αλλά όχι με φόβο. Ήταν το είδος της ανατριχίλας που νιώθεις να σου γαργαλά την κοιλιά και να σου ανεβάζει λιγάκι τους σφυγμούς. Ναι, ήταν περίφημη ιδέα!
 Ήταν ένα σαββατιάτικο απόγευμα λοιπόν, όταν έτυχε να λείπουν οι γονείς της από το σπίτι και η Μαρίνα ήξερε πως είχε έρθει η στιγμή. Πήρε θέση καθισμένη στα γόνατα πάνω στο κρεβάτι των γονιών της κι ετοιμάστηκε για ένα σόου λίγων δευτερολέπτων που θα της προσέφερε αυτού του είδους την αδρεναλίνη που προσφέρει μια καλή σκανταλιά σε ένα γνήσιο κωλόπαιδο. Άγγιξε με τα δυο της χέρια το λαμπατέρ και μετά από ένα αργό ψηλάφισμα το απογείωσε στον ουρανό του δωματίου μέχρι που αυτό επέστρεψε στο έδαφος, χωρίς καμία ελπίδα επιβίωσης. Ο πάταγος ήταν τέλειος, κομματάκια πετάχτηκαν παντού και το καλώδιο-φίδι σωριάστηκε κι αυτό στη μοκέτα τελείως ψόφιο. Η Μαρίνα ήταν πλήρως ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα και δεν ένιωθε την παραμικρή  ενοχή. Μόνο που αυτό δεν της φαινόταν κανονικό. Το μικρό της μυαλουδάκι προβληματίστηκε για λίγο με αυτό το παράδοξο κι έπειτα ηρέμησε, όταν η Μαρίνα βρήκε τη λύση.
 Πήγε στην κουζίνα και πήρε ένα κρεμμύδι. Μετά, πήρε το κοφτερό μαχαίρι από το συρτάρι κι έκοψε το κρεμμύδι στα δύο. Δε χρειάστηκε τίποτα παραπάνω: Τα μάτια της Μαρίνας ανταποκρίθηκαν στις οσμές του κρεμμυδιού κι έστειλαν καυτά δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά της. Ορίστε, τώρα όλα ήταν κανονικά.

Σάπιο πορτοκαλάκι

Σήμερα, στη λαϊκή, αργά το μεσημέρι σημειώθηκε το εξής περιστατικό:
 Ένας κύριος λεπτοκαμωμένος, με γυαλάκια, πέρασε ανάμεσα στους διάφορους πάγκους και στάθηκε μπροστά στον πάγκο με τα πορτοκάλια. Το καφάσι ήταν άδειο, αν εξαιρέσει κανείς ένα μίζερο ζαρωμένο πορτοκαλάκι που μούχλιαζε αργά αργά ακουμπώντας στη μια πλευρά του καφασιού. Η εικόνα φάνηκε να σοκάρει τον γυαλάκια, που έμεινε να κοιτάει το θέαμα αυτό μπόλικη ώρα. Είχε φτάσει απόγευμα πια. Ο κόσμος είχε λιγοστέψει τόσο, που ο γυαλάκιας δεν περνούσε πλέον απαρατήρητος. Το πορτοκαλάκι έμοιαζε να τον προβληματίζει πολύ. Δυσανασχετώντας που έπρεπε να λειτουργήσει σαν υπάλληλος σε κατάστημα με ρούχα, ο μανάβης πήγε κοντά του και τον ρώτησε:
- Να βοηθήσω;
- Νομίζω θα πάρω αυτό, είπε ο τύπος δείχνοντας το σάπιο πορτοκάλι, λες και είχε πάρει μια απόφαση ζωής.
 Ο χοντρός χωριάταρος (που εκτός αυτών καμιά φορά του αποδιδόταν και ο τίτλος του μανάβη) το πέταξε σε μια σακούλα και του το 'δωσε. Την ώρα που έφευγε, το παλικαράκι που δούλευε στο μανάβικο για ένα χαρτζιλίκι της κακιάς ώρας και είχε παρακολουθήσει τον άντρα με τα γυαλιά τα τελευταία λεπτά, τον σταμάτησε και τον ρώτησε:
- Με συγχωρείτε, αλλά, αν μου επιτρέπετε, γιατί πήρατε τούτο 'δω το σάπιο πορτοκάλι;
- Ξες, είπε ο γυαλάκιας με ύφος αμφιλεγόμενο και προβληματισμένο, το σκέφτηκα πολύ και κατέληξα πως, από το να μην έχω καθόλου πορτοκάλια, προτιμώ να έχω ένα σάπιο.

Άλλη πιθανή απάντηση

Στολίστηκε όσο περισσότερο μπορούσε. Ήθελε να είναι ωραίος, να μη φαίνεται πως είναι άρρωστος. Γιατί περί αρρώστιας πρόκειται. Ακόμα και μέσα στο φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, το καλοφτιαγμένο παντελόνι και τα παπούτσια, ένιωθε κατά κάποιο τρόπο αρρωστημένος. Αδυνατισμένος και ωχρός, μέσα στο πουκάμισο φαινόταν σαν σκιάχτρο. Καμία σχέση με τον παλιό καλό καιρό. Και όλους τους προηγούμενους παλιούς καλούς καιρούς. Της το ζήτησε κι αυτή διστακτικά το δέχτηκε. Να βρεθούν για λίγο. Μέσα στην αδυναμία του βρήκε τη δύναμη και το θάρρος να τη ζητήσει πίσω. Ήξερε πως ήταν λάθος αλλά το ήθελε τόσο! Έβαλε λοιπόν το σιδερωμένο πουκάμισο, το καλοφτιαγμένο παντελόνι και καθαρά παπούτσια. Βούρτσισε τα δόντια του και χτενίστηκε. Δεν τα συνήθιζε όλα αυτά τώρα τελευταία, τότε όμως έτσι ήταν, κι αυτή έτσι τον αγαπούσε. Σ' αυτό πόνταρε. Περπατώντας προς το σημείο συνάντησης, έκοψε ένα λουλούδι και αγόρασε μια μικρή σοκολάτα. Έπρεπε να πάνε όλα τέλεια.
 Και πήγαν. Της έδωσε το λουλούδι και φάγανε τη σοκολάτα. Έπειτα, τα λόγια βγήκαν χείμαρρος από το στόμα του. Της είπε για τον έρωτα, το παρελθόν, το πιθανό μέλλον. Ήταν συγκινημένος και συγκινητικός. Εκείνη χάρηκε που τον είδε. Δεν ήταν καλά και δυσκολευόταν να το κρύψει. Τον άκουσε συγκινημένη και όταν αυτός τελείωσε, του απάντησε:
 " Όχι".

Μπαλκόνι

 - Έχεις σκεφτεί ποτέ οτι κάποια παραμύθια που μοιάζουν να 'χουν τελειώσει, απλά έχουν σταματήσει να γράφονται;
 - Δεν ξέρω ρε φίλε..., απάντησε σκεπτικός και μετά από μια μικρή παύση, πρόσθεσε: Αυτό που ξέρω είναι πως αυτές οι σοφιστίες β' διαλογής σε συνδυασμό με το κρύο με σκοτώνουν!
 Γέμισε και τα δύο ποτήρια, τσούγκρισαν κι έπειτα συνέχισαν να χαζεύουν την ομίχλη να καταπίνει το βουνό απέναντι.

Παράκληση προς τον εαυτό μου

Ξέρω οτι έχεις την τάση να με ξεπερνάς συνέχεια, αλλά -σε παρακαλώ- μη με ξεχάσεις τελείως.

"Επιτέλους βρήκα τρόπο να σου μεταφέρω όλες μου τις σκέψεις"

 Το παιδί του courier χτύπησε την πόρτα και της είπε πως το τετράγωνο κουτί που κρατούσε στα χέρια του προοριζόταν για εκείνη. Η Τζάνις χάρηκε - σε ποιόν δεν αρέσουν οι εκπλήξεις; Υπέγραψε στο σημείο που της έδειξε το παιδί και του 'κλεισε την πόρτα στα μούτρα, σκοτώνοντας έτσι όποια ελπίδα είχε για φιλοδώρημα. Είχε τα μάτια της καρφωμένα στο δέμα, με λαχτάρα μικρού παιδιού λίγο πριν φάει παγωτό. Χωρίς να κουνηθεί από το χωλ, έσκισε το περιτύλιγμα, άνοιξε το κουτί και αμέσως τσίριξε από τη φρίκη και την αηδία που την κατέλαβαν.
  Μέσα στο κουτί βρισκόταν ένας ανθρώπινος εγκέφαλος!