Δεν τρων ποτέ από τα πόδια

 Στο δρόμο που ζει ο Ακάκιος, οι άνθρωποι περπατάνε. Ξεκινούν με την αυγή και δε σταματούν παρά μόνο στο τέλος της ημέρας. Είναι ωραία η διαδρομή, γεμάτη ανθρώπους. Κάθε φορά που φεύγουν, σε δαγκώνουν αρκετά δυνατά ώστε να σου κόψουν ένα κομμάτι. Τρώνε ένα κομμάτι σου και φεύγουν, αλλά εσύ μόνο περπατάς. Πονάς μα δε μπορείς να σταματήσεις. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, περπατάει. Ο πόνος μόνο να επιβραδύνει μπορεί το βήμα του, αλλά κι αυτό για λίγο μόνο. Σαν στον αυτόματο πιλότο, τα πόδια του δε σταματάνε. Κι αυτοί δεν τρων ποτέ από τα πόδια.
 Τις προάλλες είδε στο δρόμο του ένα ζευγάρι, καθισμένο κάπου απόμερα, σε ένα παγκάκι. Πρέπει να μαλώνανε, γιατί φωνάζανε πολύ. Βασικά, ήταν σίγουρος πως μαλώνανε, γιατί κάποια στιγμή αυτή σηκώθηκε και τον δάγκωσε στον ώμο. Αυτός φώναξε λίγο, αλλά αυτή κατάπιε και σηκώθηκε να φύγει. Άρχισε να τρέχει, μέχρι που χάθηκε από το βλέμμα του Ακάκιου. Ο άντρας τότε σηκώθηκε από το παγκάκι κι άρχισε πάλι να περπατά, ενώ ταυτόχρονα περιεργαζόταν το σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται το κομμάτι που του πήρε εκείνη. Δεν τον τρόμαζαν αυτά τα φαινόμενα τον Ακάκιο. Τα 'χε συνηθίσει από μικρός, και, εδώ που τα λέμε, δεν είχε γνωρίσει κάποιον που να μη του 'λειπε ένα κομμάτι. Έστω και μικρό. θυμάται πάντως μια φορά που είχε κάπως σοκαριστεί... Ήταν ένας τύπος φαγωμένος από παντού! Τον καημένο...τεράστια κομμάτια λείπανε από την κοιλιά, το στήθος κι απ' το κεφάλι του ακόμα. Εντάξει, να βλέπεις φαγωμένους ανθρώπους είναι φυσιολογικό, μα τόσο σακατεμένα σώματα σε πονάει να τα κοιτάς. "Είσαι καλά φίλε;" τον είχε ρωτήσει ο Ακάκιος, περπατώντας για λίγο προς το μέρος του. Ο τύπος ήταν άσπρος σαν πανί. Του 'χε φανεί αδύνατο του Ακάκιου πώς τόσο φαγωμένος άνθρωπος μπορούσε να στέκεται στα πόδια του. Όσο γι' αυτά, ήταν ανέπαφα. Κουρασμένα μεν, αλλά ολόκληρα. Και περπατούσε ακόμα, παρ' όλο που φαινόταν σα να μη πολυήθελε πια. "Όλα εντάξει" του απάντησε, με κουρασμένο βλέμμα.
 "Δεν τρων ποτέ τα πόδια" σκέφτεται ο Ακάκιος φέρνοντας στο νου του τον φαγωμένο άντρα. Περιεργάζεται λίγο τις δικές του πληγές. Θυμάται κάθε κομμάτι που του 'χουν πάρει αν και, ομολογουμένως, δεν του λείπει κάποιο πολύ μεγάλο. Και τα πόδια; Γιατί στο καλό δεν τρων ποτέ τα πόδια; Ο Ακάκιος σκέφτεται πως είναι τελικά η μοίρα του ανθρώπου να ξεκινάει το περπάτημα ολόκληρος την αυγή και να καταλήγει το βράδυ φαγωμένος. Άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή του τρώγοντας τον λίγο-λίγο, ή πολύ-πολύ. Όμως αυτός ακόμα περπατά, γιατί οι άνθρωποι δεν τρώνε ποτέ από τα πόδια.
 Όμως δεν ξέρει αν αυτό είναι ευλογία ή κατάρα. 

Πολύ πολύ κακή λέξη

 Από μικρό μου μάθανε πως το να μιλάς για τον εαυτό σου δεν είναι σωστό. Έχουν εφεύρει, μάλιστα, μια πολύ πολύ κακή λέξη, που λέγεται "περιαυτολογώ".
 Έτσι, φροντίζω πάντα οι ιστορίες που γράφω να μιλάνε για άλλους, ώστε να μπορώ ελεύθερα να μιλήσω για τον εαυτό μου.

Γκάζωσα κι έφυγα

Γυρνούσα από τη δουλειά και, ως συνήθως, είχε βραδιάσει. Μου τη σπάει όλη αυτή η ιστορία με τις υπερωρίες, αλλά μετά από τόσα χρόνια το καταπίνω αδιαμαρτύρητα. Έτσι κι αλλιώς, τα φράγκα είναι καλά, οπότε οκ.
 Όπως πάντα, οδηγούσα σπίτι μέσω της Αγ. Δημητρίου. Είναι από τους λίγους δρόμους που μπορώ να το τρέξω τα’ αμαξάκι μου μεσ’ την πόλη κι έτσι η διαδρομή αυτή με ηρεμεί ιδιαίτερα. Το μόνο σημείο που μου κόβει τη φόρα είναι εκείνο το κωλοφανάρι στο Ιβανώφειο, αμέσως μετά το ΑΧΕΠΑ. Εκεί η κούρσα μου σταματάει και πέρα απ’ το γεγονός πως μετά πρέπει αναγκαστικά να κόψω γιατί ο δρόμος στροφάρει, με ξενερώνει που το κόκκινο κρατάει τρεις ώρες.
 Όταν στην ουρά στο φανάρι δεν είμαι πολύ μακριά από τη διάβαση, χαζεύω τους ζογκλέρ. Χίπηδες. Περιμένουν να ανάψει το κόκκινο και μετά παίρνουν θέση μπροστά στ’ αμάξια και αραδιάζουν όλα αυτά τα κόλπα τους. Ξες, αυτά με τις κορίνες, που τα βλέπεις στην TV και λες «σιγά, κι εγώ μπορώ να τα κάνω». Ε, να σου πω κάτι; Δεν είναι και τόσο εύκολο! Είχε μια φορά τ’ ανίψι μου γενέθλια και του ‘κανε η αδερφή μου πάρτυ. Πήγα κι εγώ για συμπαράσταση και καθόμουν με τους γονείς και τα κρυόκωλα αστεία τους. Του ‘χε φέρει και κλόουν του κακομαθημένου. Ε, έτσι όπως βαριόμουν πήγα κάποια στιγμή κοντά στα πράγματα του κλόουν και καταπιάστηκα με το καραγκιοζιλίκι με τις κορίνες. Μια μου γλιστρούσανε, μια δε μπορούσα να συγχρονίσω τα χέρια μου… ε, τα βρόντηξα κάτω και πήγα πάλι με τους γονείς.
 Εκείνο το βράδυ ήτανε πάλι εκεί. Οι δυο τους, όπως πάντα. Ένα ζευγάρι ζογκλέρ. Τους βλέπεις κι αναρωτιέσαι: πώς τα βγάζουνε πέρα αυτοί οι δύο; Το νοίκι πώς το πληρώνουνε; Αν όλοι δίνουν όση σημασία δίνω κι εγώ, τα λεφτά που βγάζουν θα τους φτάνουν ίσα-ίσα για δυο τυρόπιτες.
 Παράξενο που δεν το ‘χα προσέξει πιο πριν, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν ξεκάθαρο: η κοπέλα ήταν έγκυος. Ήταν επίσης ξεκάθαρο πλέον πως τούτοι ‘δω ήταν ζευγάρι κανονικό. Άλλες φορές που περίμενα στο φανάρι και τους χάζευα, την περνούσα για πιο ασυμμάζευτη αυτήνα. Μια που την παίρνουνε όλοι, ξέρω ‘γω; Χίπηδες είναι αυτοί, δε βγάζεις άκρη.
 Αλλά όχι, αυτοί εδώ ήταν όπως φαίνεται ζευγάρι κανονικό. Και ναι, είχανε προκόψει, τι να πω! Είχανε μόνο ένα καπέλο, 3 κορίνες και τα τοιαύτα, ένα σπίτι-τρύπα (αυτό να το φανταστώ μόνο μπορούσα) και ένα μωρό στην κοιλιά. Σπουδαία προκοπή ρε κάνατε, μπράβο! Έχετε δουλέψει ρε ίσα με πέντε λεπτά στη ζωή σας;
 Τους κοίταζα και τους δυο, αυτός γύρω στα τριάντα, αυτή πιο μικρή. Μου τραβούσε την προσοχή η κοπέλα. Έτσι όπως πάσχιζε να κάνει με χάρη τα κόλπα της, με την κοιλιά μέχρι απέναντι, ήταν αξιολύπητη. «Θεέ μου, λέω, πάλι καλά που ‘μαι όπως είμαι και δεν κατέληξα κι εγώ χίπης και ζογκλέρ!».
 Το πράσινο αργούσε ν’ ανάψει κι αυτή εκεί, με τις κορίνες. Πετούσε-έπιανε, πετούσε-έπιανε. Ξάφνου την πιάνει φαίνεται ένας πόνος και παρατάει την κορίνα να πέσει στην άσφαλτο. Φωνάζει του άλλου, κι αυτός φτάνει πανικόβλητος για να δει το αυτονόητο. Μην είμαι κι εγώ κυνικός, αλλά σαν drive in με ζωντανή ταινία ήταν αυτό το φανάρι εκείνη τη μέρα!
 Ο χίπης πήγε τη χίπισσα του στο πεζοδρόμιο και, όσο τη βοηθούσε να κάτσει, ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια απ’ τους οδηγούς να τους πάει κάποιος στην κλινική, να γεννήσει κανονικά σαν άνθρωπος η κοπέλα.
 Εν τω μεταξύ άναψε το πράσινο και τα’ αμάξια μούγκρισαν πριν ξεχυθούν στο δρόμο και πάλι. Ένα citroen σταμάτησε στην άκρη να βοηθήσει κι αυτή ήταν η τελευταία σκηνή καθώς διαλύαμε το “drive in”.
 Στο διπλανό φανάρι της διασταύρωσης ολοκλήρωσα και το πάρε-δώσε μου με τα πακιστανάκια εκείνη τη μέρα. Κάθονται τα έρμα και καθαρίζουνε παρμπρίζ απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Για καμιά τυρόπιτα κι αυτοί, δε μπορεί να βγάζουν περισσότερα. Τα πετυχαίνω εκεί κάθε μέρα, και στο «πήγαινε» και στο «έλα» απ’ τη δουλειά. Τώρα είχαν γυρίσει και κοιτούσανε το περιστατικό με τους χίπηδες.
 Εγώ γκάζωσα κι έφυγα, για να προλάβω να κάνω κι ένα ντουζ. Είχα γνωρίσει τότε τη Μαρία, ένα πολύ σωστό γκομενάκι, κι είχαμε κανονίσει για τις 10. Ίσα που προλάβαινα.

Φυλακισμένη

Μοιάζει να κρύβει και κάτι ακόμα αυτή η φωνή.
Τρεις λέξεις μόνο κάθε φορά, οι δυο πάντα ίδιες.
Καμιά απάντηση.

Κάθε φορά αφήνομαι στη βαρεμάρα της αναμονής.
Aπλά υπάρχω.
Σα να σταματάει ο κόσμος και να επιστρέφει στην κανονική του ροή όταν πατάω ξανά τα πόδια μου στο πεζοδρόμιο.
Κάθε φορά που μπαίνω σ’ αυτό τον παράλληλο κόσμο, πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί τη φωνή.
Τόσο άρχωμη, τόσο άνευ ενδιαφέροντος.
Σαν να μη τη νοιάζει καθόλου αυτό που λέει. Και βάζω στοίχημα πως έτσι είναι.
Θα είναι απλώς μια κοπέλα που πήρε λίγα λεφτά για να πάει μια μέρα να ηχογραφήσει τη φωνή της.
Ναι, αλλά πόσα λεφτά;
Πού τα ηχογράφησε και ποιά ήταν η διαδικασία;
Δεν υπάρχει τρόπος να μάθω.
Άραγε, αν μια μέρα διασταυρωνώμουν μ’ αυτή την κοπέλα, αν την άκουγα να μιλάει στο τηλέφωνο, θα αναγνώριζα τη φωνή της;
Και ποιος μου 'πε οτι είναι νέα; Αυτή η φωνή θα μπορούσε να ανήκει σε γυναίκα από 25 έως 55 χρονών.
Τέλως πάντων.
Δεν ξέρω καν γιατί με νοιάζει τόσο. Σκέτη περιέργεια μάλλον.
Πάντως, κάποιες φορές, ιδίως κάτι μεσημεριανές ώρες του καλοκαιριού ή τα ξημερώματα κάθε Κυριακής, η φωνή μοιάζει σα να κρύβει μιαν απόγνωση πίσω από αυτό τον τυπικό τόνο.
Σαν να θέλει να πει άλλα πράγματα.
Να κλαφτεί ή
να ουρλιάξει για βοήθεια.
Να ζητήσει να τη βγάλουν απ’ αυτή τη φυλακή.
Σαν φυλακισμένη μοιάζει.
Και ποιος να την ελευθερώσει;
Ποιόν περιμένει πίσω απ’ τα ηχεία του λεωφορείου και το καντράν που γράφει τις στάσεις;