Το μπουκάλι χωμένο μαλακά στην άμμο και
αργά αργά βυθιζόμασταν σ' αυτήν κι εμείς.
Μιλούσαμε δυνατά.
Όλο βρίσκαμε κάτι για να μαλώσουμε.
Γελούσαμε.
Επέμενε να ψιθυρίζει.
Ένα με τη νύχτα, δεν καταλάβαινα το ύφος της.
Ψιθύριζε δίπλα μας κι εμείς συνεχίζαμε.
Και τότε, όπως συμβαίνει καμιά φορά τυχαία,
σωπάσαμε και οι τρεις ταυτόχρονα και
για πρώτη φορά ακούστηκε ο ψίθυρός της.
Κάτι μας έλεγε ξανά και ξανά
και είμαι σίγουρος πως είχε να κάνει μ' αυτά που συζητούσαμε.
Έπρεπε να ησυχάσουμε εντελώς για να την ακούσουμε,
δε θα άλλαζε τον τόνο της για χάρη μας.
Μετά ο ένας είπε κάτι.
Κάτι μικρό ίσως. Να δώσει το ρυθμό, να αρχίσει πάλι συζήτηση.
Ο άλλος σήκωσε το μπουκάλι.
Δεν ξέρω τι σκέφτονταν ακριβώς.
Κι εκείνη με τα κύματά της κάτι προσπαθούσε να μας πει
αλλά δεν ξέρω τι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου